Πριν από δύο μήνες: το περιβόητο πλέον έγκλημα στο νεκροταφείο. Τοξικομανής σκότωσε νεαρή εφοριακό με δεκαεφτά μαχαιριές. Δι’ ασήμαντον αφορμή. Πριν από δύο εβδομάδες: νεαρή τοξικομανής, ύστερα από διαπληκτισμό, σκότωσε, καρφώνοντάς τον με κουζινομάχαιρο στην καρδιά, 35χρονο οικογενειάρχη αλβανικής καταγωγής. Ο λόγος; «Τα πήρε» διότι είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του πολύ κοντά στο μηχανάκι της. Προχθές: στη Γλυφάδα. Αστυνομικοί της Τροχαίας έκοβαν κλήση για παράνομο παρκάρισμα. Εκείνη την ώρα έφτασε ο οδηγός, πλακώθηκαν, λέγεται ότι προσπάθησε να τους πατήσει με το αυτοκίνητο. Στη συνέχεια, μπήκε σε κατάστημα σε έξαλλη κατάσταση, κάποιος άλλος αστυνομικός αποπειράθηκε να τον συγκρατήσει, έφαγε μία ξώφαλτση μαχαιριά. Αντιπροχθές: στο Ρέθυμνο της Κρήτης. Ο ιατροδικαστής, ο οποίος έκανε τη νεκροψία στη σορό του 28χρονου που κατακρεούργησε ο αδελφός του, λέει ότι, μετά τις εξήντα μαχαιριές, σταμάτησε να τις μετράει. Ο δράστης αυτοκτόνησε. Ο λόγος του εγκλήματος αδιευκρίνιστος αλλά εξήντα φορές το μαχαίρι πάνω – κάτω δεν είναι δυνατόν να υπόκεινται σε λογική σχέση αιτίας και αιτιατού.

Ο χάρτης της εγκληματικότητας είναι απολύτως ενδεικτικός μιας κοινωνίας. Σηματοδοτεί τις παθογένειές της, τα ελλείμματα και τα αδιέξοδά της, τις φθορές και τις εκτροπές της. Το χέρι του τοξικομανούς ή του ψυχοπαθούς δολοφόνου δεν το οπλίζει η οργή, το πάθος ή η εγκληματική του φύση. Το έχουν προηγουμένως οπλίσει η απουσία μέριμνας, η αδιαφορία, τα οικογενειακά και κοινωνικά ταμπού, τα κλειστά παράθυρα, ο ήχος της τηλεόρασης που δυναμώνει για να καλύψει τις δυνατές φωνές. Και το μαχαίρι, ως πρόχειρο και εύκολο όργανο δολοφονίας, δείχνει ότι τα όρια έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Διότι η κοινωνία είναι που προετοιμάζει το έγκλημα. Ο εγκληματίας απλώς το διαπράττει.