Το θέμα δεν είναι ότι σήμερα (15 Ιουλίου) συμπληρώνονται σαράντα τρία συναπτά έτη από το σιαμαίο έγκλημα εις βάρος της Κύπρου. Kαι άρα σαράντα τρία χρόνια κατοχής κυπριακών (κι επομένως ευρωπαϊκών) εδαφών.

Το θέμα είναι ότι: Το κατ’ εξακολούθησιν έγκλημα (που άρχισε με την αφροσύνη της χούντας και ολοκληρώθηκε με τη στρατιωτική επιδρομή του Αττίλα) μπαίνει από σήμερα στο τεσσαρακοστό τέταρτο έτος. Χωρίς ιδιαίτερη αισιοδοξία ότι μπορεί επιτέλους να επιλυθεί με οδυνηρό έστω, αλλ’ αποδεκτό τουλάχιστον ιστορικό συμβιβασμό. Κάτι που προδικάζει

πέραν άλλων:

1. Ακόμη μεγαλύτερη εμβάθυνση των καταθλιπτικών τετελεσμένων, όπως εκφράζονται: α) με την de facto γεωπολιτική διαίρεση και β) με την άρδην εν πολλοίς δημογραφική ανατροπή που συντελείται αθόρυβα μεν, αδυσώπητα δε. Και που σιωπηρά γίνεται αποδεκτή, έστω και αν πλεονάζουν οι περί του αντιθέτου ρητορικές κορόνες.

2. Μεγιστοποίηση των κινδύνων για μια εκ των πραγμάτων de jure μετεξέλιξη των τετελεσμένων. Πράγμα που θ’ αποβεί όχι απλώς μοιραίο για την Κύπρο, αλλά και που θα δημιουργήσει μη αναστρέψιμες συνθήκες αντιστρόφου μετρήσεως για την ιστορική συνέχεια του κυπριακού Ελληνισμού στη φυσική του γεωγραφία.

Ούτε λοιπόν η συνήθης επετειακή λίπανση των λέξεων ωφελεί. Ούτε η περιστασιακή πάχυνση των συνθημάτων σώζει. H επισήμανση των αφετηριών της κυπριακής τραγωδίας μάς συναντά εφέτος στις παρυφές ενός τραυματικού (κι ενδεχομένως μοιραίου) επιλόγου. Που δυστυχώς: Είτε με δοτή διευθέτηση (που δεν διαφαίνεται) είτε και ως συνέπεια μονιμοποιημένου αδιεξόδου που ανακύπτει, θα έχει δυνάμει προδιαγραφές γεωπολιτικής κρεουργήσεως.

Γιατί, δυστυχώς, όταν οι δυναμικές χρόνου και τετελεσμένων συναντώνται και αλληλοσυνάπτονται αποβαίνουν δυνάμει δηλητηριώδες μείγμα για τα εκ των πραγμάτων ανίσχυρα σκέλη τέτοιων ανισοσθενειών. Ιστορικό δηλαδή κώνειο. Η πικρή αλήθεια. Που μπορεί να γίνει επαρκέστερα αντιληπτή αν υπολογισθούν κάποιες απλές μεν, πλην ουσιώδεις παράμετροι του δράματος. Οπως:

1. Οτι εκείνοι από τους Ελληνοκυπρίους που γεννήθηκαν το έτος της εισβολής είναι σήμερα πέραν και από σαραντάρηδες. Το ίδιο και οι Τουρκοκύπριοι. Και οι μεν δεν έχουν άμεση εμπειρία των πατρογονικών τους εστιών, οι οποίες βιαίως διηρπάγησαν. Οι δε θεωρούν ως δικές τους πατρογονικές εστίες αυτές που αυθαιρέτως κατέχουν. Οπως και τα παιδιά τους που αποτελούν την τρίτη γενεά της αδικοπραγίας.

2. Οτι στα κατεχόμενα εδάφη έχουν επιβληθεί απαρχής αλλά κι έχουν εκ των πραγμάτων αναπτυχθεί θεσμοί και διαδικασίες. Που από κανένα (πλην Τουρκίας) δεν αναγνωρίζονται μεν, πλην είναι απ’ όλους εν πολλοίς ανεκτές και από πλείστους σιωπηρώς αποδεκτές! Ως «παράγωγο δίκαιο» της εισβολής!

3. Οτι σε κάθε πέντε Τουρκοκυπρίους που συναντά ένας επισκέπτης στα κατεχόμενα, οι τρεις (και πλέον) είναι με βεβαιότητα έποικοι! Κάτι που μεταφράζεται: Αφενός σε κρίσιμη δημογραφική μετάλλαξη στην ίδια την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Και αφετέρου ολεθριότερη πληθυσμιακή ανατροπή σε σχέση με την ελληνοκυπριακή παρουσία στη μεγαλόνησο!

Κι αυτό το τελευταίο συνιστά τον αυτονόητα κρίσιμο δείκτη της κακοήθους υποτροπής που εξελίσσεται εις βάρος της Κύπρου και ταυτόχρονα τον ιοβόλο συντελεστή που συνδράμει σε σαφώς αποσαθρωτικές προοπτικές.

Διασφαλίζοντας στην Τουρκία το στρατηγικό προγεφύρωμα που αποτελούσε και τον βασικό άξονα των σχεδιασμών της.