Κατά κάποιον τρόπο, όλα ξεκίνησαν από μια ερώτηση του Μένη Κουμανταρέα προς την ψυχίατρο και μεταφράστρια Χλόη Κολύρη: «Τι θα έλεγες να βάλουμε τη Σοφία στο κιβούρι να ερμηνεύσει την Αντι Μπάντρεν;». Τη συνέχεια την έδωσε η ίδια η Σοφία Φιλιππίδου που άρχισε να διαβάζει το μυθιστόρημα «Καθώς ψυχορραγώ» του Ουίλιαμ Φόκνερ, το οποίο είχε μεταφράσει ο Μένης Κουμανταρέας το 1970 για τον Κέδρο. Από τις 20 Φεβρουαρίου η ηθοποιός σκηνοθετεί την ομότιτλη παράσταση, ερμηνεύει την Αντι και υπογράφει την επιμέλεια κοστουμιών, τραγουδιών και κίνησης. «Με τον Μένη Κουμανταρέα διατηρούσα μια θερμή σχέση φιλίας και αγάπης που γεννήθηκε μέσα από το “Μπάρτλεμπυ ο Γραφιάς” του Χέρμαν Μέλβιλ, το οποίο διασκεύασα για το θέατρο πάνω στη δική του μετάφραση» λέει η Φιλιππίδου. «Ο Μένης Κουμανταρέας είναι εσαεί πρόεδρος στη σκηνή του Θεάτρου Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής και δεν θα μπορούσε αυτό το θεατρικό έργο να ανέβει πουθενά αλλού παρά εκεί. Την ίδια γνώμη είχε και η Ειρήνη Λεβίδη, καλλιτεχνική διευθύντρια του θεάτρου, που συμπεριέλαβε την παράστασή μας στην ενότητα “το μυθιστόρημα στο θέατρο”. Ηταν δε εκείνη που σκέφτηκε να αφιερώσουμε την παράσταση στον Λευτέρη Βογιατζή και στον Μένη Κουμανταρέα. Ετσι μπήκαμε στην περιπέτεια πριν από σχεδόν δύο χρόνια».

Η επιλογή του έργου. «Δεν είμαι ο άνθρωπος που κάνω προγράμματα. Ακολουθώ μάλλον τον καιρό, τα σημάδια, τη διάθεσή μου, τη συγκυρία, αλλά και αυτό που θέλω να πω» συνεχίζει η σκηνοθέτρια. «Οταν πήρα το μυθιστόρημα στα χέρια μου, έπαιζα τις “Ευτυχισμένες μέρες” του Σάμιουελ Μπέκετ στο Εθνικό Θέατρο και με μεγάλη χαρά ανακάλυψα πως η Αντι Μπάντρεν “ντυμένη” στη μοναξιά της –στον μεγάλο της μονόλογο μετά θάνατον –μιλούσε για τις λέξεις που ανεβαίνουν στον ουρανό σε λεπτή γραμμή, σαν καπνός, χωρίς νόημα κανένα. Οπως και η Γουίνι του Μπέκετ χωμένη στον λάκκο της, έβλεπε τις λέξεις να αναδύονται στη δική της έρημο. Αυτή και μόνο η λογοτεχνική συγγένεια σε συνάρτηση με τη μεγαλειώδη πρωτοποριακή γραφή του Φόκνερ ήταν μεγάλο κίνητρο. Ανεβάζω λοιπόν το έργο τώρα, γιατί νιώθω ώριμη και ξέρω πως θέλω πολύ να το κάνω. Πιστεύω στο θεατρικό που φτιάξαμε με κόπο, εμπιστεύομαι τον θίασο και τους συνεργάτες που ακολούθησαν το όνειρό μου και θέλω να τιμήσω τον ιστορικό χώρο στον οποίο θα παιχτεί η παράσταση».

Για τη σκηνοθεσία. «Η ματιά μου ξεκινάει από το έργο και τους χαρακτήρες. Διεισδύει με αγάπη, θαυμασμό και ενθουσιασμό μικρού παιδιού στην περιπέτεια των μοναχικών απλών ανθρώπων σ’ ένα μπαμπακόσπιτο, κάπου στον Μισισιπή -στις αρχές του 20ού αιώνα -, ακολουθεί τα αισθήματα, τις συγκινήσεις, τα πάθη, τις ανατροπές, τις συγκρούσεις τους και τις υποσυνείδητες διαδρομές τους. Επικεντρώνεται στα λίγα τετραγωνικά μέτρα της σκηνής του Θεάτρου Οδού Κυκλάδων: πώς οι εννιά περιπετειώδεις ημέρες και νύχτες της διαδρομής με καταιγίδα μέσα στη λάσπη, πάνω στην καρότσα, με τα μουλάρια και το κιβούρι μου, με τον άντρα μου και τα πέντε μου παιδιά θα “χωρέσουν” στη σκηνή και θα συμπεριλάβουν τη μαγεία του ιδεατού θεάτρου».

Μια χειροποίητη παράσταση. «Είναι η παράσταση που γίνεται αργά αργά, σαν εργόχειρο, με αγάπη, με “κομμάτια” από δω κι από κει: βάζει ο ένας τον χώρο, ο άλλος την ιδέα, άλλος τα ρούχα, τη δουλειά, την έμπνευση, έρχονται φίλοι και βοηθούν. Είναι σαν ένα πολύχρωμο πάτσγουορκ με μεγάλη συναισθηματική αξία, με γνώση της ραπτικής και της παράδοσης που γίνεται σιγά σιγά, σαν έργο που παρέδιδαν οι μανάδες στα παιδιά τους, όπως έκανε π.χ. η μάνα μου η μοδίστρα».