Ναι, οι αποχαιρετιστήριες περιοδείες έχουν καταντήσει ανέκδοτο. Ειδικά αν μιλάμε για δεινόσαυρους του ροκ, χαρακτηρισμός που δεν ταιριάζει μόνο στους Scorpions. Το 1992, ακόμα κι ο Οζι Οσμπορν, αυτός ο απέθαντος τρελός, ανακοίνωνε τις τελευταίες σόλο συναυλίες του με δηλώσεις του στυλ «αυτή τη φορά είναι αλήθεια, έχουν περάσει 25 χρόνια και θέλω να γυρίσω σπίτι μου»: όχι πολύ καιρό μετά, βρισκόταν και πάλι στον δρόμο. Καθόλου παράξενο λοιπόν που και η μητρική του μπάντα, οι δαιμονικοί Black Sabbath, ξεκίνησαν πέρυσι, τέτοιες μέρες, για την τελευταία τους τουρνέ με τίτλο «The End». Εχοντας περάσει από Βόρεια και Νότια Αμερική, Κεντρική Ευρώπη και λίγο Ωκεανία, τα μέχρι στιγμής ακαθάριστα κέρδη τους φέρεται να έχουν αγγίξει τα 74 εκατ. δολάρια. Τα σάβανα βέβαια δεν έχουν τσέπες. Ο σκοτεινός, μονολιθικός ήχος των Black Sabbath, που γεννήθηκε στο μαύρο κι άραχνο Μπέρμιγχαμ του 1968, που συνέλαβε τη μεταμόρφωση του χίπικου ονείρου σε εφιάλτη και που επηρέασε τον σκληρό ήχο όσο κανείς δεν επηρέασε ποτέ τίποτα, θα αντηχεί στους αιώνες. Οι ίδιοι οι Sabbath όμως δεν θα είναι εδώ για πάντα.

ΑΥΛΑΙΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ. Οι πρόσφατες εμφανίσεις τους σε Γλασκώβη, Λιντς και Λονδίνο, σαν ήχοι δυσοίωνου ρολογιού που το Σάββατο 4 Φεβρουαρίου θα σημάνει το τέλος στην ίδια πόλη που έγινε κι η αρχή, χαρακτηρίζονται από τους κριτικούς σαν οτιδήποτε άλλο παρά συναισθηματικές, δακρύβρεχτες, ηττοπαθείς. Πρόκειται για δύο ώρες πυκνού, βαρέος ήχου, πανταχού παρόντος και τα πάντα πληρόντος σε βαθμό υπαρξιακού δέους, συναρμοσμένου λες από βετεράνους που δεν πολεμούν ακριβώς, θυμούνται πάντως όλες τις ιστορίες από τα μέτωπα του «Black Sabbath», του «Paranoid», του «Master of reality», του «Vol. 4» και πόσων ακόμα άλμπουμ.

Ο Τόμι Αϊόμι, ο άνθρωπος που έκοψε δυο δάχτυλα σε εργοστάσιο λαμαρίνας, χαμήλωσε το κούρδισμα της κιθάρας του για να μην πονάει, ρίχνοντας έτσι τις οκτάβες του στα τάρταρα, παίζει παγερά ανέκφραστος ως συνήθως. Ομοίως κι ο Γκίζερ Μπάτλερ, ο βασικός στιχουργός και μπασίστας με τον σπηλαιώδη ήχο. Ο ντράμερ – «χορευτής» Μπιλ Γουόρντ, δεν είναι εδώ –έπειτα από επιθυμία των υπολοίπων και προς μεγάλη δυσαρέσκεια των οπαδών έχει αντικατασταθεί από τον μαλλιαρό, κατάστικτο και μουσικά υπερφορτωμένο Τόνι Κλουφέτος. Κι εκείνος ο ανεξέλεγκτος κλόουν; Εδώ είναι βέβαια. Στα δύσκολα τραγουδιστικά σημεία, οι ουλές από μια ζωή ακόλαστη φαίνονται πιο καθαρά, το σθένος όμως δεν τον εγκαταλείπει. Ο Οζι σχεδόν κρέμεται από το μικρόφωνο σαν να κρέμεται από τη ζωή.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει σουξέ χιλιοπαιγμένα όσο τα «War Pigs», «Iron Man» ή «ΝΙΒ», που ωστόσο πότε υπενθυμίζουν τη μαεστρία της μπάντας στη δόμηση των τραγουδιών, πότε υπενθυμίζουν, μέρες που είναι, τον παραγνωρισμένο αντιπολεμικό τους χαρακτήρα, πότε επιβεβαιώνουν μια παλαιάς κοπής βιρτουοζιτέ, με τη βοήθεια video wall που εστιάζουν βεβαίως στα δάχτυλα και τις ταστιέρες. Τα είχαμε απολαύσει κι εδώ όλα αυτά, στο Rockwave του 2005, κι η αλήθεια είναι ότι έκτοτε αυτό που έχει μεσολαβήσει είναι μόνο η διάγνωση του Αïόμι με καρκίνο, η απομάκρυνση του Γουόρντ ή το άλμπουμ «13», που χαρακτηρίστηκε ως «το μεγαλύτερο comeback στο ροκ». Ειδικά αυτό, αντί για τα παρελθοντικά παιδιαρίσματα με το υπερφυσικό (που, σύμφωνα με δηλώσεις της μπάντας, κυρίως επιστούσαν την προσοχή στο κακό που υφέρπει στην κοινωνία), περιλαμβάνει και τραγούδια με θρησκευτικές πλέον αναζητήσεις: το «God is dead?» εμφανίζεται συχνά στο setlist της περιοδείας.

Οι Sabbath δεν είναι πια η μπάντα που το 1970 ταρακουνούσε το Παρίσι με τις συναυλίες της, που στην τουρνέ για το «Never say die» του 1978 έκρυβε τους καβγάδες κάτω από εκτυφλωτικά ρούχα και φώτα ή που κάποια στιγμή παρελάμβανε τα ναρκωτικά της σε ιδιωτικά τζετ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε εκείνη την τελευταία συναυλία στο Μπέρμιγχαμ, στις 4 Φεβρουαρίου, θα παίξουν σαν να «χάνονται στη νύχτα την καλή». Η σχέση τους με τη νύχτα είναι αρκετά διαφορετική.