Η «Πλατεία ηρώων» (Heldenplatz) είναι το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ και ο κορυφαίος της γερμανόφωνης λογοτεχνίας το έγραψε κατόπιν παραγγελίας του καλλιτεχνικού διευθυντή του ιστορικού θεάτρου Μπούργκτεατερ της Βιέννης με αφορμή την επέτειο των εκατό χρόνων λειτουργίας του. Ο Δημήτρης Καραντζάς απάντησε θετικά στο στοίχημα να υπογράψει τη θεατρική μεταφορά του έργου στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων: κάτι που ανήκε και στα καλλιτεχνικά σχέδια του Λευτέρη Βογιατζή. «Μου το πρότεινε η Ειρήνη Λεβίδη και την ευχαριστώ πολύ για αυτό, γιατί έτσι κάπως γνώρισα ένα από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα» λέει ο σκηνοθέτης. «Πρόκειται για ένα αριστούργημα κατά τη γνώμη μου, που πραγματικά νιώθω ότι συμπυκνώνει πολλά πράγματα με σπουδαίο τρόπο. Η φόρμα του είναι καθαρή μουσική: ένας καταιγιστικός μονόλογος εναλλάσσεται με παύση και ένα συνονθύλευμα λέξεων ανταπαντιέται μόλις με μία λέξη. Από εκεί και πέρα το κείμενο έχει κάτι πολύ επίκαιρο με την έννοια του διαχρονικού. Αν και είναι γραμμένο το 1988, στην ουσία περιγράφει την κατάσταση της Αυστρίας η οποία έχει φτάσει στο έσχατο σημείο φιλοναζισμού. Τα πράγματα είναι ακραία, καλυμμένα και ύπουλα όπως είναι και σήμερα σε όλο τον κόσμο».

Η υπόθεση. «Το έργο έχει μια άλλη ιδιαιτερότητα που με ενδιέφερε πολύ: πρόκειται για την ανασύσταση ενός προσώπου μέσα από τις αφηγήσεις του» συνεχίζει ο Καραντζάς. «Ξεκινάει με τον βασικό ήρωα, τον Εβραίο καθηγητή μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ, που με την αυτοκτονία του αποδομεί όλο το οικογενειακό σύστημα καθώς πέφτει από το παράθυρο στην Πλατεία Ηρώων, εκεί όπου είχε γίνει δεκτός ο Χίτλερ το 1938 με ιαχές θριάμβου. Ηταν τότε που η οικογένεια Σούστερ εκδιώχθηκε. Μέσα από τις αφηγήσεις του δεν χάνουμε ποτέ το πρόσωπό του, χωρίς ποτέ να το βλέπουμε. Στην ουσία τα λόγια του είναι τα λόγια όλων των εκδιωχθέντων. Αυτός ο άνθρωπος επέστρεψε στην Πλατεία Ηρώων προκειμένου να αντιμετωπίσει το συλλογικό τραύμα των Εβραίων αλλά στην ουσία νικήθηκε, ενώ είχε επιβάλει σε όλους έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, έντονης πνευματικότητας και απαξίωσης οποιουδήποτε μη πνευματικού τρόπου σκέψης. Αφού επιστρέφουν πάλι στο σπίτι στην Πλατεία Ηρώων, η γυναίκα του από την πρώτη μέρα παθαίνει κρίσεις και υφίσταται πολύ συχνά ηλεκτροσόκ λόγω του μετατραυματικού σοκ. Ο ίδιος ο Σούστερ επέμενε να μείνουν εκεί για να μπορέσουν να αντέξουν γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά, “αν ξαναφύγω από τη Βιέννη, θα είναι σαν ο Χίτλερ να με διώχνει για δεύτερη φορά από το σπίτι μου”».

Οι χαρακτήρες. «Συναντάμε τον ήρωα την πρώτη ημέρα που έχει πεθάνει και στην πρώτη σκηνή ακούμε τις αφηγήσεις της οικονόμου του (Καριοφυλλιά Καραμπέτη) η οποία υπήρξε ο πιο στενός του άνθρωπος και το απόλυτο δημιούργημά του, διότι ήταν υπό τις απόλυτες εντολές του. Αλλά μέσα από αυτό, ενώ μιλάμε για ένα πρόσωπο φοβερής πνευματικότητας και ευαισθησίας, βλέπουμε ότι στην ουσία ήταν ένας τρομερά αυταρχικός και τυραννικός χαρακτήρας. Εκεί βλέπουμε ότι ο ηγέτης της οικογένειας, του σπιτιού και της οικονόμου του, με κάποιον τρόπο μεταδίδει τη βία που έχει υποστεί ο ίδιος εμμέσως. Δεν ήταν καθόλου ναζιστής αλλά, όταν έρχεσαι σε επαφή με την τοξικότητα του μορφώματος, δεν μπορείς να μείνεις αλώβητος».

«Στη συνέχεια βλέπουμε τις δύο του κόρες (Μαρία Σκουλά και Αννα Καλαϊτζίδου), οι οποίες ήταν επίσης τα απόλυτα κατασκευάσματά του και απολύτως ακυρωμένοι άνθρωποι, όπως και τον αδερφό του (Χρήστος Στέργιογλου). Θεωρητικά είναι ένας απαθής άνθρωπος, αλλά αποδεικνύεται ότι μόνο αυτό δεν είναι. Σε όλο το έργο οι χαρακτήρες προσπαθούν να διαχειριστούν μια αυτοκτονία και ίσως να την αποδεχτούν. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ζήσουν μέσα σε έναν άθλιο κόσμο, χωρίς αυτόν που μέχρι ένα σημείο τούς ενθάρρυνε να αντιστέκονται».

Η εκμηδένιση. «Στο τελευταίο δείπνο η απελπισία έχει φτάσει στο έσχατο σημείο, εκμηδενίζονται τα πάντα, οποιαδήποτε αίσθηση ελπίδας –σε πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό επέιπεδο. Στο κείμενο εκμηδενίζονται ακόμη και η μουσική και το θέατρο της Αυστρίας, καθώς καταδεικνύεται ότι χαϊδεύουν απλώς τις μάζες. Κάτι που νομίζω ότι ισχύει στην περίπτωση και της δικής μας τέχνης. Κυριαρχεί το εύκολο χωρίς ίσως να βλέπουμε αν αναζητείται κάτι από τον θεατή, μια όξυνση του νου του».

Μία φράση. «Υπάρχουν τρεις φράσεις που αγαπώ, αν και είμαι ερωτευμένος σχεδόν με κάθε λέξη του κειμένου. Κάπου λέει ο συγγραφέας ότι το μόνο που φοβάται πραγματικά η ανθρωπότητα είναι το πνεύμα του ανθρώπου, η άλλη ότι “όποιος έχει οράματα χρειάζεται γιατρό” και εννοεί όνειρα ελπίδας και, τέλος, ότι “αυτό το μικρό κράτος είναι ένας μεγάλος σωρός κοπριάς”».

INFO

«Πλατεία Ηρώων» του Τόμας Μπέρνχαρντ, Θέατρο της Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής (Κυκλάδων 11 & Κεφαλληνίας, Κυψέλη, τηλ. 210-8217.877), από 3/2. Μετάφραση: Ερι Κύργια. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς. Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου. Ερμηνεύουν οι: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Χρήστος Στέργιογλου, Μαρία Σκουλά, Υβόννη Μαλτέζου, Γιώργος Μπινιάρης, Αννα Καλαϊτζίδου, Σύρμω Κεκέ, Παναγιώτης Εξαρχέας.