Τελικά, μήπως ο ΣΥΡΙΖΑ παράγει περισσότερα γεγονότα από όσα μπορούμε να καταναλώσουμε; Πίσω από τις αδιόρατες νοηματικές αντιστοιχήσεις της ερώτησης, κρύβεται μια αλήθεια. Ολα όσα παρακολουθούμε να συμβαίνουν μέρα ή νύχτα, είναι πολύ κακό για το τίποτε. Ή μάλλον κάνουν πολύ κακό χωρίς να προχωρούν σε τίποτε τα πράγματα. Πάρτε την «εποποιία» της τηλεοπτικής αδειοδότησης: νόμοι, τροπολογίες, αντιπαραθέσεις, ξενύχτια και εκατομμύρια, για να καταλήξουμε σε μια απόφαση του ΣτΕ που καταργεί τον νόμο. Τα πράγματα βρίσκονται ακριβώς στο ίδιο σημείο. Και γι’ αυτό η κυβέρνηση ετοιμάζεται για επανεκκίνηση. Νέα ρύθμιση για νέες άδειες, προσωρινές αυτή τη φορά. Νέες φασαρίες και νέες δικαστικές περιπέτειες. Πιθανότατα με το ίδιο αποτέλεσμα. Και μετά τι; Πάλι από την αρχή;

Υπάρχουν δύο εξηγήσεις. Η αθώα και η πονηρή. Η αθώα εξήγηση λέει ότι ο Τσίπρας και οι συν αυτώ κι από κοντά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστικοί τύποι ενός αριστερού πολιτικού περιθωρίου που βρέθηκε εξ ατυχήματος –λίγο η κόπωση του Μνημονίου, λίγο ο υπερβάλλων λαϊκισμός, λίγο τα λάθη των άλλων –στην εξουσία. Και εκεί συμπεριφέρεται ως αριστερό περιθώριο. Πολλή πολιτική κουβέντα και πολλή φασαρία και αμφισβήτηση –τίποτε όμως επί της ουσίας. Με άλλα λόγια, πλήρης αδυναμία χειρισμών. Η ερμηνεία αυτή δεν είναι εντελώς μακριά από την αλήθεια. Αφήστε το πολωμένο σε βαθμό ηλεκτροπληξίας θέμα των τηλεοπτικών αδειών –που τείνει να ρουφήξει τα πάντα, πολιτική και Δικαιοσύνη μαζί. Και πάρτε την περίπτωση ενός έμπειρου ξένου πρεσβευτή, όχι αρνητικού προς την κυβέρνηση. Αυτός περιγράφει τους κυβερνώντες ως μια παρέα που νομίζει ότι λύνει όλα τα θέματα σηκώνοντας ένα τηλέφωνο. Μόνο που όταν κλείνει το τηλέφωνο δεν έχει γίνει τίποτε αφού τα ρυθμιστικά και διοικητικά ζητήματα θέλουν νομική τεχνογνωσία. Εν πολλοίς, οι άνθρωποι και να ήθελαν να κάνουν την αδειοδότηση σωστά –για να προμοτάρουν τους δικούς τους και να πνίξουν τους άλλους –δεν μπορούν γιατί είναι ανίκανοι. Είναι ικανοί μόνο για εριστική πολιτική και γενική ανακατωσούρα.

Η πονηρή εξήγηση είναι διαφορετική. Σε αυτή την εκδοχή, οι τσιπραίοι δεν ενδιαφέρονται ούτε να αδειδοτήσουν ούτε να ρυθμίσουν. Θέλουν να βάλουν όλο το σύστημα –κόμματα και κανάλια, δικαστές και δημοσιογράφους, θεσμούς και παράκεντρα –στο ίδιο μίξερ, αφού οι τηλεοπτικές άδειες ήταν πάντα το φετίχ της ελληνικής πολιτικής. Και το μίξερ αυτό να τους ρουφήξει όλους σε μια τεράστια διένεξη, από την οποία να βγουν όλοι στραπατσαρισμένοι. Η σκοπιμότητα είναι διπλή: έτσι οι κυβερνώντες καίνε πολιτικό χρόνο. Ενώ παράλληλα στραπατσάρουν και τους άλλους. Διότι οι ίδιοι στραπατσαρισμένοι λόγω μνημονιακής πολιτικής θα ήταν, ούτως ή άλλως. Το ζήτημα είναι να προκαλέσουν φθορά και για τους υπόλοιπους. Προσέξτε: η κυβέρνηση ανοίγει περπατησιά στα θέματα των τηλεοπτικών αδειών την άνοιξη όταν πείθεται ότι δεν μπορεί να σύρει τα κόμματα της αντιπολίτευσης σε συναινετική εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙΙ σε συνέχεια της συναινετικής ψήφισής του τον Αύγουστο του 2015. Αφού η φθορά δεν μπορεί να επιμεριστεί μέσω της διακυβέρνησης, ε, τότε θα επιμεριστεί μέσω ειδικών πολιτικών πρότζεκτ τύπου τηλεοπτικών αδειών. Η εξήγηση αυτή έχει βάση. Ο Τσίπρας περίμενε πρώτα τον Μεϊμαράκη γιατί νόμιζε ότι μαζί του θα ξεκινούσε αγκαζέ τα μνημονιακά. Οταν αυτός δεν ήρθε, ξεπέρασε το σοκ και κάλεσε ήδη από το βράδυ της εκλογής του τον Κυριάκο στο Μαξίμου για να βρουν modus vivendi. Ελλείψει αυτού, αφού ο Μητσοτάκης δεν ανταποκρίθηκε, επιστρατεύτηκε το μίξερ. Μια συσκευή κουζίνας που παράγει πολτό. Πολτό θέλει να σερβίρει και ο Τσίπρας.