Αν και εξωτερικά το διαλυμένο κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης, απέναντι από το Χίλτον, μοιάζει με ένα ξεχασμένο εργοτάξιο, ντυμένο με γυαλιστερές λαμαρίνες γεμάτες με έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, εσωτερικά οι εργασίες συνεχίζονται πυρετωδώς, σύμφωνα με τη διευθύντρια του ιδρύματος Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. Και οι πρώτοι επισκέπτες του κτιρίου της Βασιλέως Κωνσταντίνου αναμένεται να περάσουν το κατώφλι του το 2019, ενώ το κτίριο αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί στο τέλος του 2018. Τι θα τους περιμένει όμως στο πλήρως ανακαινισμένο κτίριο, στο οποίο εξωτερικά θα κυριαρχούν το μπετόν, το μάρμαρο, το μέταλλο και το γυαλί και εσωτερικά θα επικρατούν κυρίως το λευκό χρώμα, το ξύλο και το μάρμαρο; Μια πρώτη ματιά στα 20.760 τ.μ. του κτιρίου, που αποκτά επιπλέον 11.040 τ.μ. σε σχέση με το παρελθόν, μας επέτρεψαν να ρίξουμε η μουσειογραφική και η μουσειολογική μελέτη που έτυχαν ομόφωνης θετικής γνωμοδότησης από το Συμβούλιο Μουσείων.

ΠΑΝΩ ΑΠΟ 1.000 ΕΡΓΑ. Στους εκθεσιακούς χώρους –οι οποίοι αυξάνονται κατά 2.230 τ.μ. –μπορεί να μην υπάρχει χώρος για τα περισσότερα από τα 20.000 έργα των μόνιμων συλλογών που διαθέτει η υπεραιωνόβια Εθνική Πινακοθήκη, η οποία ιδρύθηκε το 1900. Θα βρουν τη θέση τους όμως περισσότερα από 1.000 έργα, υπερδιπλάσια από τα 450 που ήταν ώς τώρα εκτεθειμένα, με την αρχή να γίνεται με εικόνες του 15ου – 18ου αιώνα και τα τρία έργα του Γκρέκο που διαθέτει το μουσείο –την «Ταφή του Χριστού», τον «Αγιο Πέτρο» και τη «Συναυλία των Αγγέλων» -, πλάι στις ζωγραφικές δημιουργίες του 19ου αιώνα –από τις ηθογραφίες του Νικηφόρου Λύτρα, του Νικολάου Γύζη και του Γεωργίου Ιακωβίδη μέχρι τις θαλασσογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη και τα πρώτα σκιρτήματα του ιμπρεσιονισμού μέσα από τα έργα του Γεωργίου Ροϊλού και του Ιάκωβου Ρίζου.

Ο δεύτερος όροφος είναι αφιερωμένος στον 20ό αιώνα, ξετυλίγοντας το νήμα από τον Κωνσταντίνο Παρθένη για να φτάσουμε στον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα (μια αίθουσα περιλαμβάνει αποκλειστικά έργα του, σύμφωνα με τους όρους της δωρεάς του προς την Πινακοθήκη), ενώ ο τελευταίος, τρίτος, όροφος, ο οποίος προστίθεται στο υπάρχον κτίριο, θα φιλοξενήσει τη μεταπολεμική τέχνη ώς το 2000. Εδώ εκτός από έργα ζωγραφικής θέση έχουν η βιντεοτέχνη, τα περιβάλλοντα, οι εγκαταστάσεις. Στο δε υπόγειο του κτιρίου, δίπλα στον χώρο των περιοδικών εκθέσεων –που επίσης αποτελεί χώρο επέκτασης -, θα εκτεθούν τα έργα της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που βρίσκονται στις μόνιμες συλλογές, με υπογραφές από του Τζιοβάνι Μπατίστα Τιέπολο έως του Εζέν Ντελακρουά, ενώ για πρώτη φορά θα βρεθεί ενώπιον του κοινού το εμβληματικό έργο του Σαρλ Λουί Λουσιέν Μιλέρ «30ή Μαρτίου 1814», που πραγματεύεται την επιστροφή των στρατιωτών έπειτα από μια ήττα και λόγω των διαστάσεών του (8 μ. μήκος και 3 μ. ύψος) δεν είχε εκτεθεί ώς τώρα.
Τρεις είναι οι βασικές καινοτομίες που διακρίνουν τη νέα μουσειολογική μελέτη (τη γενική εποπτεία της οποίας έχει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα και συνυπογράφουν οι επιμελήτριες Εφη Αγαθονίκου, Μαρία Κατσανάκη, Αννυ Μάλαμα, Λίνα Τσίκουτα, Ζήνα Καλούδη και Μαριλένα Κασιμάτη, ενώ τη μουσειογραφική υπογράφει ο αρχιτέκτων Γιώργος Παρμενίδης) σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση. Πρώτον, ότι «σπάει η γραμμικότητα» κάθε αίθουσας και ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία από την άκρη να διαπερνά με το βλέμμα του το σύνολο του κάθε χώρου. Δεύτερον, σε κάθε ενότητα θα υπάρχει ένα εμβληματικό έργο – οδηγός που θα δίνει το στίγμα. Και τρίτον, θα υπάρχει ένας «κόμβος» στο τέλος κάθε ενότητας, μια ξύλινη προθήκη δηλαδή με ειδικές συνθήκες φωτισμού, όπου για πρώτη φορά θα παρουσιαστούν σχέδια κι έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε υπογραφές του Γιαννούλη Χαλεπά, του Γιάννη Μόραλη και του Παναγιώτη Τέτση μεταξύ άλλων, αλλά και των Ντίρερ, Γκόγια, Ρενουάρ, Σεζάν, Ρέμπραντ και Πικάσο.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην είσοδο του κτιρίου –για την επέκταση και ανακαίνιση του οποίου απαιτούνται συνολικά 45 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 13 εκατ. αποτελούν δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος -, όπου στα 910 τ.μ. θα φιλοξενούνται το εμβληματικό έργο του Παναγιώτη Τέτση «Λαϊκή Αγορά», εκδοτήριο, πωλητήριο και χώρος ψηφιακής ενημέρωσης του κοινού (ψηφιακές νησίδες θα αντικαταστήσουν και στις αίθουσες τα εκτενή επιτοίχια κείμενα), ενώ στο κτίριο θα λειτουργούν ένα καφέ στον κήπο, ένα εστιατόριο στην ταράτσα, το οποίο θα διαθέτει ανεξάρτητη είσοδο, κι ένα αμφιθέατρο 350 θέσεων. Ωστόσο, κατά τη συζήτηση της νέας όψης της Εθνικής Πινακοθήκης διαπιστώθηκαν ορισμένα προβλήματα που αφορούν την κίνηση των επισκεπτών, τα οποία ενδέχεται μελλοντικά να εξεταστούν περαιτέρω, αν και δεν είναι εύκολες οι όποιες αλλαγές, δεδομένου ότι το έργο έχει ενταχθεί σε κοινοτικό πρόγραμμα χρηματοδότησης.