Για όποιον καταλάβαινε, η δικαστική αναζωπύρωση της υπόθεσης της ΕΛΣΤΑΤ, που οι κυβερνώντες κάλυψαν πολιτικά, ενείχε έναν μεγάλο και υπαρκτό κίνδυνο. Την αντίθεση της Ευρώπης. Φυσικά, ο επαρχιωτισμός και η μισαλλοδοξία είναι σε αυτές τις περιπτώσεις κακός σύμβουλος. Αν και όχι χειρότερος από τη δημόσια αντεπίθεση κατά των ευρωπαϊκών θεσμών. Οπως αρεσκόταν να θυμίζει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, πατριάρχης της δυναστείας την οποία υποτίθεται υπηρετούν διάφοροι συστεγαζόμενοι με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, «ανήκομεν εις την Δύσιν». Η συμμετοχή στο ευρώ σημαίνει ότι η επικύρωση των δημοσιονομικών στοιχείων του 2009 από τη Eurostat τερματίζει το θέμα, το οποίο δεν μπορεί να συντηρείται εν ονόματι μαρτυρικών καταθέσεων και άλλων ποινικών εφευρημάτων. Η δε Κομισιόν δεν σχολιάζει τη λειτουργία της ελληνικής Δικαιοσύνης, αλλά αυτούς που τη σχολιάζουν.

Φυσικά, όλα αυτά συμβαίνουν όσο και επειδή ανήκομεν εις την ευρωζώνην. Αν είχαμε δικό μας νόμισμα –θα μπορούσαμε να γράφουμε και να σβήνουμε τα δημοσιονομικά στοιχεία όπως στην Αργεντινή. Εντός Ευρώπης –και ασχέτως ευρωζώνης –είναι επίσης εγγυημένο το, ταλαιπωρημένο από τους νυν κυβερνώντες, κράτος δικαίου με ό,τι αυτό συνεπαγέται –δηλαδή τη θεραπεία των παθών και την αναστροφή νομικώς αμφιλεγόμενων μεθοδεύσεων. Κάτι όμως που δεν εμποδίζει ένα γρήγορο συμπέρασμα: παραμένει έκδηλος ο αντιευρωπαϊσμός της άτυπης συμμαχίας δυνάμεων, κόκκινων και μαύρων, που έχει πάρει τα ηνία της εξουσίας. Σε κάθε ευκαιρία επιχειρούν να κινηθούν ερήμην της Ευρώπης –ως εάν αυτή να μην υπάρχει. Είναι όμως κάτι που δεν γίνεται. Για να επικαλεστούμε μια φράση που ειπώθηκε χθες σε άλλα συμφραζόμενα: δεν γίνεται, ακριβώς γιατί δεν το επιτρέπει το ευρωπαϊκό κεκτημένο.