Με όρους διαλεκτικής απλουστεύσεως (εν είδει αριθμητικής προπαίδειας) χάριν ευδοκίμου συζητήσεως:

1. Με μια κυβέρνηση που κρίνεται γενικά ως (ενδεχομένως) επαρκής, αλλά με απέναντί της ανεπαρκή (πιθανώς) αντιπολίτευση, οπωσδήποτε οι δημοκρατικές διαδικασίες θα χωλαίνουν. Με τους δείκτες ελλειμμάτων να ακολουθούν ανιούσα φορά. Και τις προοπτικές της χώρας να περιστέλλονται.

2. Κατά την ίδια λογική, και με μια υπεύθυνη αντιπολίτευση, αλλά με κυβέρνηση μετριοτήτων (που επομένως δεν ανταποκρίνεται σε μείζονες απαιτήσεις) η χώρα δεν μπορεί να ελπίζει πολλά. Και τουλάχιστον δεν μπορεί να υπερβεί προφανείς αγκυλώσεις.

Αν μεν η κυβέρνηση τυχόν επιχαίρει από ενδεχόμενες αποσυνθετικές τάσεις στον αντιπολιτευτικό χώρο (νομίζοντας ότι έτσι διασφαλίζει απρόσκοπτη εξουσία) στην ουσία θα προχωρά σχοινοβατώντας επί ατέρμονος κενού. Η δε ησυχία της: αφενός θα είναι αναντίστοιχη προς το δημοκρατικό γίγνεσθαι ως λειτουργικής διαδικασίας και ομαλότητος. Και αφετέρου θα εξαργυρώνεται πάντοτε εις βάρος του εθνικού γίγνεσθαι.

Αυτό φυσικά είναι αμφίδρομο. Σε περίπτωση δηλαδή που η αντιπολίτευση επενδύει στο χάος ή (με αλόγιστη ελαφρότητα) περιορίζει τον ρόλο της απλώς στην κυβερνητική ανατροπή, με στόχο την άλωση της εξουσίας. Εναντι παντός κόστους. Οταν μάλιστα τα προβλήματα είναι τέτοια που απαιτούν μείζονες πολιτικές συγκλίσεις και συναινετικές στρατηγικές. Κάτι που πάνω απ’ όλα προϋποθέτει επαρκή αίσθηση ρόλου και περιεκτική αντίληψη πολιτικής ευθύνης. Οπόταν και ως μονοδρομικός πυλώνας κομματικών αποφάσεων, προκύπτει εκείνος των γενναιοφρόνων υπερβάσεων. Επί θυσία κάθε τυχόν στενόμυαλης στοχοθεσίας. Κι αυτό δεν είναι φιλολογική προσέγγιση. Απλώς επειδή επεκράτησε ως ρεαλιστική πολιτική αντίληψη, εκείνη της αμοραλιστικής πρακτικής. Η οποία έχει βαρύτατο κόστος για όλους.

Συγκεκριμενοποιώντας, η διατύπωση τέτοιων συλλογισμών και η προβολή των αναπαραγόμενων προβληματισμών συνιστούν επισημάνσεις «ιδίων κακών». Και καταγραφή έως και βάναυσων παθημάτων. Ως ανηκέστως κακοήθη νεοπλασία, που προέκυψε ακριβώς:

Πρώτον, μέσα από τις παντελώς ασύμβατες προς την κοινή λογική πολιτικές συμπεριφορές και πρακτικές. Με την έννοια της απουσίας: α) μέτρου ως προς τον (εν πολλοίς άγονο) πολιτικό λόγο. Και β) παραγωγικού σχεδιασμού ως προς τα προγράμματα και τη δυνατότητα εφαρμογής τους.

Δεύτερον, μέσα από ασύμβατη προς την ανιδιοτελή διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων στάση και (σχετικώς έστω) αδιάφθορη άσκηση της εξουσίας.

Πέραν αυτών όμως αλλά και ως συναπόρροιά τους:

n Το μεν πολιτικό σύστημα υπέστη ακατάσχετη διάβρωση, με την έννοια της ηθικής φθοράς. Με αποτέλεσμα, η μεταξύ του ιδίου και των πολιτών σχέση να διαρρηχθεί καίρια. Με σαφή συμπτώματα περιστολής εμπιστοσύνης και σεβασμού.

n Ο δε πολιτικός λόγος έχει ομοίως χάσει την εσωτερική του δεινότητα και δημιουργική συνδρομή σε ό,τι αφορά και την ποιοτική του επαγωγή και τη δημιουργική του επενέργεια. Με αποτέλεσμα καταθλιπτικά φαινόμενα αβάσταχτης μετριοκρατίας.

Και επειδή λοιπόν αυτές οι τάσεις δεν μπορεί ακινδύνως να συνεχίζονται, μόνο με συνειδητή ανακοπή τέτοιας πορείας και προπαντός αναστροφή της είναι δυνατό να οδηγήσει σε ασφαλέστερη τροχιά. Γιατί ούτε οι χρεοκοπικές ολισθήσεις, ούτε οι εξελίξεις στον ζωτικό περίγυρο, ούτε και η τύχη των μεγάλων εθνικών ζητημάτων παρέχουν περιθώρια προσωποπαγών αντιλήψεων ή κομματικοπαγών επιλογών.