Tα είπε από το βήμα του ΟΗΕ για να το ακούσουν οι δανειστές. Και τι είπε ακριβώς ο Αλέξης Τσίπρας; Οτι πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του ελληνικού χρέους ως διεθνή πρόκληση. Δεν ήθελε και πολύ ώστε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ να μπουν σε μια ανούσια αντιπαράθεση για τη διεθνοποίηση του ζητήματος του χρέους που επιχειρεί η κυβέρνηση.

Ούτως ή άλλως, ο ΟΗΕ δεν είναι το πλέον ενδεδειγμένο forum ούτε έχει τις αρμοδιότητες και την εμπειρία να αναζητήσει λύση ουσίας στο θέμα του χρέους. Ωστόσο, αν σε κάτι έχει δίκιο η κυβέρνηση, είναι ότι αυτή τη φορά το θέμα είναι πρωτίστως πολιτικό και δευτερευόντως τεχνικό. Πραγματική ειρωνεία για μια κυβέρνηση που στην πρώτη περίοδο διαχείρισης χαρακτηρίστηκε από το τεχνοκρατικό έλλειμμα και την εμμονή στην πολιτική διαπραγμάτευση.

Σήμερα το 70%-71% του ελληνικού δημόσιου χρέους ανήκει στο μέρος του επίσημου τομέα που αποτελείται από χώρες της ευρωζώνης και από ευρωπαϊκούς θεσμούς. Το περιβάλλον δεν έχει καμία σχέση με αυτό που διέπει τις απεχθείς και επονείδιστες υποχρεώσεις της Αργεντινής ή άλλων αναπτυσσόμενων χωρών. Πολύ περισσότερο, η συμφωνία της 12ης Ιουλίου έχει αλλάξει εντελώς το πλαίσιο της συζήτησης. Στη νέα συμφωνία η βιωσιμότητα απαιτεί οι μέσες ετήσιες δαπάνες για το χρέος να κινούνται σε διαχειρίσιμο επίπεδο, το οποίο η ευρωζώνη και το ΔΝΤ ορίζουν σε επίπεδο έως 15%.

Με απλά λόγια, αποκλείεται το κούρεμα της ονομαστικής του αξίας και ανοίγει η συζήτηση για άλλους τρόπους αναδιάρθρωσης. Πολλά θα κριθούν από τον παράγοντα ΔΝΤ. Θα μπορούσε και μάλλον θα ήθελε να αποσυρθεί, αν η ευρωζώνη αγόραζε το χρέος της Ελλάδας προς το Ταμείο. Είναι όμως το Βερολίνο που επιμένει και προφανώς θα πετύχει τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Οι πληροφορίες επιμένουν ότι το πιθανότερο είναι το Ταμείο να πηδήξει στο τρένο του ελληνικού προγράμματος γύρω στον Νοέμβριο και αφού η Κριστίν Λαγκάρντ και ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ θα έχουν βρει μια συμβιβαστική φόρμουλα για το ελληνικό χρέος.

Οπως και να ‘χει, χρωστάμε τα περισσότερα σε κράτη-μέλη της ευρωζώνης και σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, δηλαδή στους ευρωπαίους φορολογουμένους. Καμιά επίθεση φιλίας από διεθνή fora δεν θα τους πείσει ότι αξίζουμε την ελάφρυνση που μας έχουν υποσχεθεί. Δεδομένου ότι αυτή θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του προγράμματος αλλά και από τη δεδομένη πολιτική συγκυρία στην Ευρώπη, η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπο να απευθυνθεί τους ευρωπαίους φορολογουμένους. Πρέπει να πείσει την κοινή γνώμη των χωρών του κοινού νομίσματος ότι είμαστε σοβαροί στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και ότι θέλουμε πράγματι να αλλάξουμε τη χώρα.

Υπό αυτό το πρίσμα, ίσως τα πιο κατάλληλα fora να είναι το Ευρωκοινοβούλιο, η Μπούντεσταγκ και η φινλανδική Βουλή.

Διότι, δυστυχώς για μας, όπως κι αν χαρακτηρίσει κάποιος το χρέος, οι πιστωτές έχουν πάντοτε καλύτερη μνήμη από τους οφειλέτες. Στην περίπτωση των Γερμανών και όχι μόνο φορολογουμένων, έχουν μνήμη ελέφαντα.