Ισχύει τουλάχιστον από το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου. Αν τολμήσεις να προβλέψεις το αδιέξοδο, κινδυνεύεις να κατηγορηθείς ότι το επισπεύδεις. Συνέβη και στην Ντόρα Μπακογιάννη, που εξέφρασε τον φόβο ότι μπορεί το επόμενο τριήμερο το Αγιο Πνεύμα να κομίσει και τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων.

Η Μπακογιάννη είπε βέβαια ότι δεν προβλέπει το αδιέξοδο. Εύχεται και προβλέπει συμφωνία. Την εύχεται τόσο, ώστε δηλώνει έτοιμη να την ψηφίσει, πριν καν δει τη συνδεσμολογία της.

Είναι αδύνατο να δει κανείς το επαπειλούμενο σχίσμα μεταξύ συμφωνιακών και αντισυμφωνιακών στη ΝΔ ανεξάρτητα από την αμφισβήτηση του Σαμαρά. Το ζήτημα αφορά μεν τον προσανατολισμό του κόμματος, αλλά μπορεί να γίνει και το έδαφος όπου θα δοθεί η εσωκομματική μάχη.

Η αλήθεια είναι ότι το έδαφος προσφέρεται. Το «ναι» στη συμφωνία μπορεί να πετύχει αυτό που δεν έχει καταφέρει κανένα στέλεχος: να συσπειρώσει όσους αμφισβητούν την κομματική ηγεσία.

Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κάποιοι από το αντισαμαρικό μπλοκ εκτιμούν ότι τελικά ο πρόεδρος της ΝΔ δεν θα τους κάνει τη χάρη. Θα ταχθεί κι ο ίδιος υπέρ του «ναι», προκειμένου να μη δώσει στους αντιπάλους του το όχημα για να τον αντιμετωπίσουν ενωμένοι.

Ανεξαρτήτως του τι θα επιλέξει τελικώς ο Σαμαράς, η συμβίωση με την Μπακογιάννη δεν πρόκειται να είναι ανέφελη. Πέρα από την προσωπική ασυμβατότητα, φαίνεται να είναι ριζικά αντίθετες και οι διαγνώσεις τους για το DNA της κεντροδεξιάς βάσης, το οποίο σύμφωνα με την ανάλυση της Ντόρας είναι ευρωπαϊκό και φιλελεύθερο.

Είναι μια διάγνωση που δεν επιβεβαιώθηκε από τα χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης που είχε αναδείξει, σε συνθήκες προμνημονιακής μακαριότητας, η τελευταία μεγάλη κεντροδεξιά πλειοψηφία του 45%. Και αντιστρόφως: διαψεύστηκε όποτε δοκιμάστηκε εκλογικά με κομματικά σχήματα απαλλαγμένα από το φορτίο της λεγόμενης «λαϊκής Δεξιάς».

Αν πρέπει κανείς να μιλήσει με όρους παραταξιακής γενετικής, το DNA της ΝΔ παραμένει καραμανλικό. Γι’ αυτό και όλοι προσπαθούν να μεταφράσουν την καραμανλική σιωπή σε ευλογία –ή τουλάχιστον σε κατάρα για τους αντιπάλους τους. Αυτή είναι μια πραγματικότητα με την οποία, μετά το τραύμα του 2009, φαίνεται να έχει συμβιβαστεί και η ίδια η Ντόρα.

Αυτή τη στιγμή στο προσκήνιο της ΝΔ διεξάγεται κάτι που λέγεται «προσυνδιασκεψιακή» διαδικασία –διαδικασία που μαρτυρεί τη γεροντική αυτοαναφορικότητά της ήδη από το όνομά της. Το ερώτημα είναι αν αυτό το έλλειμμα πειθούς και γοητείας –αυτά τα σημάδια προϊούσας «πασοκοποίησης» –μπορούν να θεραπευτούν μόνο με αλλαγή ηγεσίας. Ή αν μέρος του προβλήματος είναι κι αυτοί που φιλοδοξούν να το λύσουν.