«Δεν θέλω οι ταινίες μου να γίνονται δηκτικές. Με ενοχλεί ο διδακτισμός, με ενοχλεί η «κατεύθυνση», με ενοχλούν οι ταινίες που σου υπαγορεύουν τι πρέπει να καταλάβεις και τι πρέπει να νιώσεις. Με ενοχλεί και ο συμβολισμός επίσης. Δεν δουλεύω με σύμβολα, δεν με ενδιαφέρει καθόλου η σημειολογία. Με ενδιαφέρουν οι ταινίες που σου δίνουν χώρο να εμπλακείς. Να κάνεις τη δική σου επεξεργασία».

Λόγια του σκηνοθέτη στον γράφοντα, τα χρόνια των «Αλπεων», αλλά ας πάμε λίγο πίσω. Γιατί τον Γιώργο Λάνθιμο τον γνώρισα σπουδαστή σκηνοθεσίας στη Σχολή Σταυράκου –συμμαθητές ήμασταν, δίχως μεγάλη επαφή αλλά με κουβέντες επί των τεχνικών ζητημάτων εκείνης της δουλειάς: θυμάμαι, ας πούμε, μια κουβέντα μας σχετικά με τα ψηφιακά εφέ στην «Πόλη των χαμένων παιδιών» του Ζενέ.

Εκείνος υποστήριζε πως τα εφέ τής έκαναν ζημιά, εγώ ήμουν πιτσιρικάς και τρελαμένος με την ταινία, οπότε «έβλεπα» ό,τι ήθελα. Φυσικά, εκείνος είχε δίκιο.

O Λάνθιμος στη συνέχεια αρίστευσε στον χώρο της διαφήμισης και του βιντεοκλίπ. Ο πιο προσεκτικός θεατής μπορούσε να παρακολουθήσει έναν σκηνοθέτη που αναζητούσε τα όρια του μέσου και πειραματιζόταν ουσιαστικά ώστε να κάνει το επόμενο βήμα (ρίξτε μια ματιά στο ένα και μοναδικό μονοπλάνο που αποτελεί το κλιπάκι τού «Αντεξα» –ναι, του Ρουβά ντε! –για να καταλάβετε τι εννοώ), μέχρι που ο ίδιος βρέθηκε στο πλευρό του Λάκη Λαζόπουλου, με τον οποίο και θα συνυπογράψει τη σκηνοθεσία του φιλμ «Ο καλύτερός μου φίλος» το 2001.

Σήμερα, ο ίδιος αποφεύγει τις όποιες αναφορές σ’ εκείνη την ερωτική κωμωδία που όμως έκανε αίσθηση, κυρίως λόγω της κινηματογραφικής της ματιάς. Αλλά είπαμε: όλα αυτά αποτελούσαν ένα κάποιου είδους γύμνασμα γι’ αυτά που θα ακολουθούσαν στη συνέχεια.

Η αρχή γίνεται με την «Κινέττα» το 2005. Εμείς εδώ δεν παίρνουμε μυρωδιά –η ταινία δεν βρίσκει καν διανομή στις αίθουσες. Εξω όμως κάτι βλέπουν: η ταινία επιλέγεται στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Λίγους μήνες μετά την προβολή της στη Θεσσαλονίκη, όπου ελάχιστοι επισήμαναν το προφανές (ανάμεσα σε αυτούς και ο αξέχαστος κριτικός Μπάμπης Ακτσόγλου), παίζεται και στο Φεστιβάλ Βερολίνου, το 2006.

Η «Κινέττα» βέβαια παραμένει η πιο ασφυκτικά εσωστρεφής ταινία του. Ενα ξενοδοχείο άδειο, την πιο «νεκρή» περίοδο, όπου πρωταγωνιστούν ένας αστυνομικός, ένας φωτογράφος και μια καθαρίστρια. Γράφω τότε για την ταινία: «Εχεις την αίσθηση πως η «Κινέττα» έχει ξεκινήσει τουλάχιστον μία ώρα πριν μπεις στην αίθουσα». Φράση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τα φιλμ που ακολούθησαν, στα οποία όμως ο Λάνθιμος έχει ζυγίσει καλά το ζήτημα της «πληροφορίας».

Ενας οικογενειάρχης κρατά αποκλεισμένα τα παιδιά του από τον υπόλοιπο κόσμο με τον οποίο δεν έχουν καμία επαφή. Πίσω από τις κάμερες, η ομάδα παραγωγής συνειδητοποιεί πως η κλειστοφοβική φύση του σεναρίου απαιτεί ένα μεγάλο σπίτι –για να μην αποτρελαθούν οι ηθοποιοί. Αυτό που προκύπτει είναι μια αλληγορία για τη «μέγκενη» της Αγίας Ελληνικής Οικογένειας, δοσμένη με χιούμορ (τα λεκτικά καλαμπούρια εδώ έχουν πολλή πλάκα) αλλά και με μια κλινική αισθητική προσέγγιση (βοηθούν και οι εντέχνως αποδραματοποιημένες ερμηνείες) που, υπογείως, σου παγώνει το αίμα.

Ολα αυτά, το 2008. Η ταινία φεύγει από τις Κάννες με το βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» και, σαν να μην έφθανε αυτό, επιλέγεται στην πεντάδα για το Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.

Παράλληλα, ο αγγλικός Τύπος κάνει λόγο για «greek weird wave» και ξάφνου, τα Φεστιβάλ του εξωτερικού δείχνουν το ενδιαφέρον τους.

Με εξαίρεση όμως το υπέροχο «Attenberg» της Αθηνάς – Ραχήλ Τσαγκάρη (βραβείο ερμηνείας στη Βενετία για την Αριάν Λαμπέντ), κανείς δεν κατορθώνει να κάνει το μεγάλο πέρασμα.

Και η συνέχεια δεν ήταν ενθαρρυντική ούτε για τον ίδιο τον Λάνθιμο: «Δεν περιμέναμε ότι μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα», το βραβείο στις Κάννες, την υποψηφιότητα για Οσκαρ και τα σχετικά, θα ξεκινούσαμε μια ταινία πάλι από το μηδέν, χωρίς τίποτα, ζητώντας λεφτά από τους φίλους σου, περιμένοντας από το συνεργείο και τους ηθοποιούς σου να παίξουν τζάμπα στο φιλμ ελπίζοντας για ένα θαύμα. Χειροτέρεψαν βέβαια τα πράγματα κι εδώ στο ενδιάμεσο… Τέλος πάντων, στο τέλος λες «ή σταματάω και περιμένω λεφτά» ή λες «θέλω να κάνω ταινία και θα χρησιμοποιήσω δημιουργικά ό,τι έχω». Και τελικά αυτό είναι πιο σημαντικό για εμάς».

Με αυτό το πείσμα λοιπόν, ο Λάνθιμος γυρίζει τις «Αλπεις» το 2011 (η αγαπημένη μου από τις ταινίες του) και κερδίζει βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας. Το ίδιο βραβείο θα κερδίσει και στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας, όπου και αγνοείται πλήρως στις άλλες κατηγορίες από τους συναδέλφους του. Πλέον, τίποτα δεν τον κρατά στην Ελλάδα.

Ο «Αστακός», με Κόλιν Φάρελ, Λία Σεϊντού και Ρέιτσελ Βάις (που δήλωνε φαν του «Κυνόδοντα» εδώ και χρόνια) αποτελεί ένα από τα φαβορί για τα μεγάλα βραβεία εδώ στις Κάννες. Αύριο θα ξέρουμε. Αλλά η διεθνής πορεία του Γιώργου Λάνθιμου έχει μόλις ξεκινήσει. Σας αρέσει, δεν σας αρέσει, he’s here to stay.