ΜΕ την κυβέρνηση, κυρίως σε ό,τι αφορά το σκέλος του ΣΥΡΙΖΑ, να κάνει ορθοπεταλιά στον ανήφορο για συμφωνία με αυτούς που ήταν κάποτε γνωστοί ως τρόικα, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να επισημάνει ορισμένους κινδύνους.

Κίνδυνος πρώτος: Το να διαπραγματεύεσαι και να συμφωνείς με τον εαυτό σου –όχι με την άλλη πλευρά. Ηταν η παγίδα στην οποία έπεσε η κυβέρνηση Παπανδρέου το 2011 όταν ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είχε γίνει αλεξικέραυνο της οργής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Ο τότε υπουργός Οικονομικών αναλωνόταν στο τρίγωνο κυβέρνησης, Βουλής και τροϊκανών. Καθώς αυτά που συμφωνούνταν στην Κυβερνητική Επιτροπή –και μάλιστα όχι χωρίς κόπο και αψιμαχίες –δεν υλοποιούνταν στην επαφή με τους δανειστές, είχε δημιουργηθεί η παράσταση ότι ο Παπακωνσταντίνου δεν ήταν επαρκής στο διαπραγματευτικό τραπέζι με τους ξένους. Υστερα ήρθε ο Βενιζέλος με το χαράτσι της ΔΕΗ οπότε και δόθηκε το μέτρο της πραγματικότητας. Η σημερινή κυβέρνηση εμφανίζει συμπτώματα διαπραγμάτευσης με τον εαυτό της διότι στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν σαφείς εσωκομματικές αντιστάσεις. Σύμφωνα με τον κανόνα του 2011, υπουργοί και υφυπουργοί αυτοπαγιδεύονται στην εξουσία, άρα είναι πιο πειθήνιοι μπρος σε συμβιβασμό με τους δανειστές, ενώ οι βουλευτές είναι επιρρεπείς σε «ηρωισμούς» και γιουρούσια. Οψόμεθα.

Κίνδυνος δεύτερος: Το να προσπερνά στον χειρισμό της διαπραγμάτευσης η επικοινωνία την ουσία, δηλαδή την επίτευξη συμφωνίας. Το έπαθε η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου το δεύτερο εξάμηνο του 2014. Τότε βγήκαν πρόωρα στον αέρα η αποβολή του ΔΝΤ, η έξοδος από το Μνημόνιο και η επιστροφή στις αγορές –με αποτέλεσμα να αποδειχθεί ο σχεδιασμός θνησιγενής. Οταν όλα αυτά ακούστηκαν στη Βουλή πέρυσι τον Οκτώβριο, στη συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης που προκάλεσε το τότε κυβερνητικό δίδυμο, το spread έγινε πύραυλος καθώς οι αγορές δεν ήθελαν την Ελλάδα εκτός Μνημονίου: προφανώς έβλεπαν τον Σόιμπλε ως εγγύηση! Η συνέχεια είναι γνωστή. Αλλά το δίδαγμα είναι ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου προσπέρασε επικοινωνιακά τον εαυτό της και σκόνταψε στη στροφή.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση Τσίπρα –ο Καμμένος, μετά τη δήλωση για το Κούγκι, προτιμά να είναι σιωπηλός πάρτνερ στα θέματα του Μνημονίου –διατρέχει και τους δύο παραπάνω κινδύνους καθώς η κλεψύδρα των αποθεματικών του Δημοσίου αδειάζει τον Μάιο και η συμφωνία γίνεται αναγκαία. Οποιος έχει εικόνα της διαπραγμάτευσης εκ των έσω, ξέρει ότι τις προηγούμενες ημέρες η Αθήνα έκανε μια «επιχείρηση κλίμα», δημιουργώντας εντυπώσεις για λύση που υπερβαίνουν την ουσία. Ομως το να ξέρεις τι συμφωνία θέλεις, δεν σημαίνει ότι την έχεις. Οι ξένοι δεν έχουν λόγο να ξεφουσκώσουν το μπαλόνι της αισιοδοξίας καθώς έχουν κι αυτοί συναίσθηση ότι υπάρχει και ένα παιχνίδι ευθυνών. Οπως όμως αποδείχθηκε και με τους Σαμαροβενιζέλους, άλλο η επικοινωνία και άλλο η ουσία. Την ίδια ώρα είναι φανερό ότι η πλατφόρμα λύσης στην οποία συμφωνεί ο ΣΥΡΙΖΑ με τον εαυτό του δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με μια πραγματική συμφωνία με τους ξένους. Η ώρα της αλήθειας πλησιάζει και όταν έρθει, δεν αποκλείεται το Μαξίμου να επιχειρήσει ό,τι και ο Παπανδρέου το 2011. Δηλαδή, για να ξεπεράσει την εσωκομματική αντιπαράθεση και τα χαρακώματα της Βουλής, να πάει σε δημοψήφισμα. Κάτι σαν Σχέδιο Ανάν από την ανάποδη δηλαδή –υπό την έννοια ότι η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία δεν γίνεται για να προκύψει αδιέξοδο αλλά διέξοδος και μαζί παγίδα για την αντιπολίτευση, την οποία κάποτε οι συριζαίοι στηλίτευσαν ως «μνημονιακές δυνάμεις».

Κάπως έτσι ο Μάιος είναι ο μήνας όλων των κινδύνων για την κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, ιδίως δε για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα καταφέρει εκεί ακριβώς όπου ΠΑΣΟΚ και ΝΔ άφησαν τα κουφάρια τους. Η χώρα, ούτως ή άλλως, θα επιβιώσει.