Ο δημόσιος χώρος, τις μέρες αυτές, συντηρεί μία από τις πιο σφοδρές συγκρούσεις –που δεν αφορούν την πολιτική κατάσταση της χώρας αλλά ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Να τραγουδήσει ή να μην τραγουδήσει ο Σάκης Ρουβάς το «Αξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη πάνω στο ποιητικό κείμενο του Ελύτη που χαρακτήρισε τη δεκαετία του 1960; Πολλοί λένε ότι θεωρείται ιεροσυλία να πιάνει το συγκεκριμένο έργο στο στόμα του ο δημοφιλής σταρ της ελαφράς κουλτούρας.

Σε οποιαδήποτε κανονική χώρα του δυτικού κόσμου, μια ανάλογη συζήτηση δεν θα είχε καν γίνει. Επειδή είναι αυτονόητο πως οποιοσδήποτε μπορεί να πει οτιδήποτε, αρκεί να πληρώνει πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα και να ελπίζει ότι θα έχει ανταπόκριση στο κοινό. Αν το καλλιτεχνικό συμβάν θεωρηθεί σημαντικό, τότε σπεύδουν οι κριτικοί και, με το δικό τους βάρος, το σχολιάζουν –κι ίσως, τότε, ως συντελεσμένο καλλιτεχνικό γεγονός, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, με συγκεκριμένες αναφορές, θετικές, αρνητικές ή ανάμεικτες.

Τα υπόλοιπα είναι κουβέντα για φαντάσματα στον κόσμο του Γκούφη. Κι είναι, όντως, φαντάσματα, στο ψηφιακό σήμερα, τα περισσότερα έργα που λατρεύτηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1960 και ξαναλατρεύτηκαν, ελέω ηρωικού κλίματος της εποχής, στη Μεταπολίτευση.

Ποιον αλήθεια, ιδιαίτερα ποιους και ποιες κάτω από τα 35, νοιάζουν οι πομπώδεις, ηρωικές μουσικές της δεκαετίας του 1960, ως αυτό που ήταν κάποτε, ως πομπώδεις ηρωικές μουσικές; Μόνο τους νοσταλγούς. Σήμερα, αντίθετα, ο ψηφιακός κόσμος δεν χωράει ούτε τους νοσταλγούς ούτε τους ηρωικούς μύθους τους.

Εκτός αν ο Σάκης πάρει κάτι φθαρμένο από την εποχή της νοσταλγίας και το αναβαπτίσει στα νάματα της σημερινής δημοφιλούς κουλτούρας. Οχι ως ιερόσυλος, αλλά ως σοβαρός επαγγελματίας, σε μια μπίζνες, τη σόου μπίζνες, όπου δεν έχουν απομείνει και πάρα πολλοί.