Μέχρι και ο Αχιλλέας Μπέος το περίμενε νωρίτερα. Το εισαγγελικό πόρισμα που προτείνει την παραπομπή του για να δικαστεί ως αρχηγός εγκληματικής οργάνωσης «είχε ήδη αργήσει».

Η Δικαιοσύνη άργησε, αλλά ο Μπέος δεν είχε χρόνο να την περιμένει. Προσέφυγε στον «λαό του Βόλου». Και ο λαός τον επέλεξε για δήμαρχο «γιατί γνώριζε πως πήγα φυλακή από ένα σάπιο πολιτικό σύστημα». Ο λαός έδωσε την ετυμηγορία του. Τι δουλειά έχει τώρα λοιπόν η Δικαιοσύνη;

Ο Μπέος δεν είναι ο πρώτος που ταυτίζει τη δημοκρατία με τη λαϊκή ψήφο. Ολο το υπόλοιπο θεσμικό οικοδόμημα –οι κανόνες και οι εφαρμοστές του –είναι περίπου διακοσμητικό, όταν μιλάει ο λαός. Η δημοκρατία είναι σκέτη βούληση. Τα άλλα είναι, όπως λέει ο δήμαρχος, «άου άου λουκουμάδες».

Στην περίπτωση του Μπέου, θα μπορούσε κανείς πρόχειρα να ερμηνεύσει τη λαϊκή βούληση ως μείγμα οπαδισμού και κοινωνικού θυμού. Εντάξει, το σχήμα δεν είναι πρωτοφανές. Πουθενά στον κόσμο, όπου παίζεται μπάλα, η πολιτική δεν μένει ολότελα ανεπηρέαστη από το ποδόσφαιρο. Θα μπορούσαμε να έχουμε κι εδώ ένα φαινόμενο μπερλουσκονισμού σε βαλκανική μικρογραφία.

Η επιπλέον ομοιότητα είναι ότι ο δήμαρχος προσφέρει κιόλας τον εαυτό του ως θέαμα, όπως το ιταλικό πρωτότυπο. Οι ανδραγαθίες του –το πώς καβαλάει τις σκουπιδιάρες, πώς μετατρέπει σε «ματσάκια» τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου, πώς στολίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους –εξαπλώνονται σαν ιός μέσω του YouTube. Παίζουν μέχρι και στις χαβαλετζίδικες εκπομπές της τηλεόρασης, σαν να ήταν ανώδυνες γραφικότητες που συμβαίνουν κάπου μακριά, σε κάποιο απρόσιτο γήπεδο επαρχιακού πρωταθλήματος.

Εντάξει, έχει απήχηση τηλεθεάματος ο Μπέος. Αλλά έχει και δίκιο. Εχει δίκιο όταν καταγγέλλει το σύστημα ως σάπιο. Φάνηκε ότι ήταν σάπιο από την ευκολία με την οποία παραδόθηκε σε αυτόν που τώρα το καταγγέλλει. Κάποιοι από τους επαγγελματίες των παλαιών κομμάτων τον προσεταιρίστηκαν. Φαντάζονταν ότι θα τον χρησιμοποιούσαν ως μαγνήτη της οπαδικής ψήφου, αλλά τους χρησιμοποίησε. Πριν καν ο ίδιος διεκδικήσει τον ρόλο, είχαν προλάβει να τον νομιμοποιήσουν ως παράγοντα της δημόσιας ζωής.

Η περίπτωση Μπέου θα είχε μόνο τοπικό ενδιαφέρον αν δεν αποδείκνυε πόσο εύκολο είναι να μεταπηδήσει κανείς από τον ποδοσφαιρικό στον πολιτικό παραγοντισμό –και μάλιστα ως Μπερλουσκόνι χωρίς επιχειρήσεις. Αν ο ίδιος δεν δικτυωνόταν ήδη με «θεσμικούς» παίκτες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και αν δεν είχε αποκτήσει τη δυνατότητα να «συμψηφίζει» το εισαγγελικό πόρισμα με δημοσκοπήσεις που τον εμφανίζουν ως λαοφίλητο.

Εχει δίκιο ο Μπέος. Ακόμη κι αν παραπεμφθεί, ακόμη κι αν τεθεί σε αργία, θα παραμείνει στα πράγματα –σαν να είναι, είπε, ο δίδυμος αδελφός του. Ο Μπέος μπορεί να εκπέσει. Ο μπεϊσμός όμως θα βρίσκεται στην εξουσία σε περισσότερες από μία ενσαρκώσεις.