Υπάρχει μια κατηγορία κρατών (Failed States) που πέφτουν συνεχώς από τη μία κρίση στην άλλη. Για πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς και ιστορικούς λόγους είναι χώρες καταδικασμένες να έχουν αυτήν την άδικη μοίρα. Η Αργεντινή είναι μία από αυτές.

Η Ελλάδα όχι, υπό δυσμενείς προϋποθέσεις όμως μπορεί να μπει και αυτή στο «κλαμπ». Να προστεθεί στη μαύρη λίστα των χωρών που έκαναν δεύτερο και τρίτο λάθος, μετά το πρώτο, ενώ είχαν την ευκαιρία να ξεφύγουν από την παγίδα της χρεοκοπίας.

Υστερα από επτά χρόνια ύφεσης και άγριας λιτότητας η ελληνική οικονομία ξαναβλέπει φως στην άκρη του τούνελ. Επιστρέφει δειλά στην ανάπτυξη με την προσδοκία μια νέας ευνοϊκής διευθέτησης του χρέους από τους εταίρους μας.

Εξακολουθεί όμως να ακροβατεί επικίνδυνα σε ένα λεπτό, τεντωμένο σκοινί. Το δείχνει αυτό η άμεση αντίδραση των αγορών στο σχέδιο της κυβέρνησης για έξοδο από το Μνημόνιο και απεξάρτηση από το ΔΝΤ. Οι αγορές απάντησαν σε αυτά με άνοδο των σπρεντ προειδοποιώντας ότι κάθε λάθος «σήμα» για την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής θα κοστίζει ακριβά στην Ελλάδα.

Για όσους βλέπουν σκοτεινά σενάρια εκφοβισμού των ελλήνων πολιτών στις απειλές αυτές καλό είναι να θυμούνται ότι οι αγορές αποδείχθηκαν για την Ελλάδα πολύ πιο σκληρές στην πράξη από όσο στα λόγια. Η χώρα μας πλήρωσε πανάκριβα τα μεγάλα λάθη που έγιναν στην οικονομική πολιτική την τελευταία δεκαετία με έναν αποκλεισμό από τις διεθνείς αγορές που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, και με ένα Μνημόνιο άγριας λιτότητας.

Πλήρωσε ακριβά τη χαλαρότητα στη διαχείριση των μεγάλων οικονομικών προβλημάτων της και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για τη λήψη δυσάρεστων μέτρων από τις κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή το διάστημα από το 2004 έως το 2009. Πλήρωσε ακριβά το «λεφτά υπάρχουν» του Γιώργου Παπανδρέου, ακόμη και όταν ήταν πλέον σαφές ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είχε ξεφύγει σε επίπεδα πάνω από το 15% του ΑΕΠ, το χρέος βρισκόταν σε ανεξέλεγκτη τροχιά και το ΔΝΤ μας χτύπαγε την πόρτα. Πλήρωσε επίσης ακριβά και εξακολουθεί να πληρώνει την έκρηξη της αντιμνημονιακής ρητορικής αδιακρίτως και επί παντός επιστητού που υιοθέτησαν κεντρικές πολιτικές δυνάμεις της χώρας σε κρίσιμες στιγμές που δεν υπήρχαν άλλες επιλογές για την Ελλάδα. Ρητορική που πόλωσε αντί να ενώσει δίνοντας άλλοθι σε ακραίες φωνές του ελληνικού πολιτικού φάσματος.

Σήμερα, με ορθάνοικτο το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ενώ παίζεται το στοίχημα της επόμενης ημέρας, το ελληνικό εκκρεμές εξακολουθεί να ταλαντεύεται επικίνδυνα.

Ενώ στην Ευρώπη φουντώνουν οι διεργασίες για μια στροφή στη στόχευση της οικονομικής πολιτικής από τη λιτότητα στην ανάπτυξη και την ώρα που ο γαλλοϊταλικός άξονας, η νέα σύνθεση της Κομισιόν και η πολιτική Ντράγκι δημιουργούν βάσιμες ελπίδες για ανατροπή του γερμανικού μοντέλου, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ζώνη υψηλού κινδύνου. Δύο συμπεριφορές και αντιλήψεις με κοινό πολιτικό παρονομαστή συνθέτουν την κατάσταση αυτή.

Από τη μία, η πολιτική του «δώσ’ τα όλα» που υπόσχεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Προσανατολίζει στο ανέφικτο. Και καθιστά πιο επώδυνη και δύσκολη τη στροφή που αναμφίβολα θα επιχειρήσει η ηγεσία του αν αναλάβει την εξουσία.

Και από την άλλη, η αδυναμία του πολιτικού προσωπικού της συγκυβέρνησης να αντιληφθεί την κρισιμότητα των στιγμών, να ερμηνεύσει τις εξελίξεις και να σταματήσει επιτέλους να παίζει απλώς και μόνο το «μεγάφωνο» της πληγωμένης εκλογικής του πελατείας.