Ο Μάρτιν Γουλφ, γνωστός σχολιαστής των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», στο νέο ενδιαφέρον βιβλίο του με τίτλο «Οι Μετατοπίσεις και τα Σοκ» (Λονδίνο, Allen Lane, 2014) ασχολείται εκτεταμένα με την ελληνική οικονομική κρίση ως τον παράγοντα που πυροδότησε την ευρύτερη κρίση στην ευρωζώνη από το 2009. Θεωρεί την κρίση κυρίως «πολιτική αποτυχία» και λιγότερο οικονομική.

«Ο παράγων που έκανε τη δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα τόσο άσχημη», γράφει, «δεν ήταν μόνο οι τόσο εξαιρετικά υψηλές της δαπάνες σύμφωνα με τα δεδομένα της ευρωζώνης, αλλά τα χαμηλά έσοδά της σε σχέση με τις υψηλές της δαπάνες. Το 2009 ο λόγος των δαπανών ως προς το ΑΕΠ ήταν 54%, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Από την άποψη αυτή, η Ελλάδα καταλαμβάνε την τρίτη θέση στην ευρωζώνη μετά τη Γαλλία και τη Φινλανδία, αν και συνολικά επτά χώρες-μέλη της ευρωζώνης είχαν δημόσιες δαπάνες πάνω από το 50% του ΑΕΠ (Βέλγιο, Αυστρία, Ιταλία, Ολλανδία κ.ά.). Ωστόσο από αυτές τις χώρες μόνο δύο (Ελλάδα και Ιταλία) διολίσθησαν σε κρίση. Σε ό,τι αφορά όμως τα έσοδα, το συνολικό τους ύψος στην Ελλάδα έφθανε μόλις το 38% του ΑΕΠ, λίγο πιο πάνω από αυτό τριών άλλων χωρών, Ισπανίας, Ιρλανδίας και Σλοβακίας, αλλά πολύ χαμηλότερο από τις χώρες με τις υψηλές δαπάνες –στη Φινλανδία τα έσοδα αντιστοιχούσαν στο 53% του ΑΕΠ, στη Γαλλία στο 49% κ.λπ. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στις υψηλές δημόσιες δαπάνες (οι περισσότερες, σπατάλες) και στην ανικανότητα ή απροθυμία της χώρας να αντλήσει τα αντίστοιχα φορολογικά έσοδα βρέθηκε στη ρίζα των δημοσιονομικών δυσκολιών» (σελ. 46).

Ο Γουλφ λέει ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα στην Ελλάδα ήταν «πρόβλημα ύψους εσόδων» και όχι τόσο ύψους δαπανών –αν και, όντως, σημαντικό μέρος των δαπανών ήταν σπατάλες, χρησιμοποιήθηκαν για την ικανοποίηση πελατειακών απαιτήσεων των κομμάτων και για τη στήριξη επιμέρους συμφερόντων μέσω δικτύων διαφθοράς και όχι για τη χρηματοδότηση κοινωνικών υπηρεσιών, συλλογικών αγαθών και ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, το 54% των δαπανών δεν θα ήταν πρόβλημα, αν είχε χρησιμοποιηθεί συνετά και αποτελεσματικά. Το 38% όμως των εσόδων ήταν πρόβλημα, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το αναπόφευκτο ερώτημα είναι αν, πέντε χρόνια μετά, έχει επιλυθεί το βασικό πρόβλημα, το «πρόβλημα των εσόδων» (με αποτελεσματικότερη συλλογή των φόρων, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής, φοροαπάτης); Εχει δηλαδή το πολιτικό σύστημα αποκτήσει τη σχετική ικανότητα και εκδηλώνει την προθυμία για την επίλυση του προβλήματος;

Οπωσδήποτε, η επίτευξη του πρωτογενούς πλεονάσματος σημαίνει ότι το χάσμα δαπανών – εσόδων έχει κλείσει. Εκλεισε με τη ραγδαία μείωση των δαπανών και την (επιβεβλημένη) περιστολή της σπατάλης, αν και στη διαδικασία έχουν πληγεί βάναυσα οι κοινωνικές υπηρεσίες και τα συλλογικά αγαθά. Εχει επίσης κλείσει με τη δραματική αύξηση της φορολογίας «επί δικαίους και αδίκους» –που κυρίως, όπως δείχνουν τα στοιχεία, πλήττει συστηματικά τις ίδιες κοινωνικές ομάδες οι οποίες παραδοσιακά σηκώνουν το φορολογικό βάρος. Για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης έχουν γίνει όντως προσπάθειες προόδου αλλά το πρόβλημα στη βάση του παραμένει και συνοψίζεται μέσα στους καθημερινούς σχεδόν τίτλους: «Η φοροδιαφυγή οργιάζει».

Επομένως η ικανότητα του κράτους δεν φαίνεται ορατή στον ορίζοντα. Γι’ αυτό η επανεμφάνιση του χάσματος δεν πρέπει να αποκλείεται. Ο Φρ. Φουκουγιάμα στο τελευταίο βιβλίο του («Πολιτική Τάξη και Πολιτική Παρακμή», Λονδίνο, Profile, 2014) λέει ότι μια καλά διαρθρωμένη κοινωνία χρειάζεται τρία συστατικά, ισχυρό κράτος, κράτος δικαίου και δημοκρατική λογοδοσία. Με το ισχυρό κράτος δεν εννοεί μεγάλο κράτος αλλά αποτελεσματικό κράτος. Σε ποιο βαθμό όμως τα τρία αυτά στοιχεία λειτουργούν στην Ελλάδα –και κυρίως το αποτελεσματικό κράτος;

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών