Επεσα για ύπνο μαυρισμένη και ξύπνησα κάτασπρη. Δεν ξέρω τι έχω και προσαρμόζομαι αμέσως. Με το πρώτο ρούχο στην απλώστρα, με το πρώτο ραβασάκι από οικονομικές υπηρεσίες στο γραμματοκιβώτιο, σκοτώθηκε το καλοκαίρι, μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές. Θα μου λείπει φαίνεται κάνα ένζυμο και θα μου περισσεύει τίποτ’ άλλο που δεν θέλω να ονοματίσω. Κάτι μέσα μου με παρακαλεί και με εξορκίζει: μην πλύνεις τα μαγιό, μην εμποδίσεις την άμμο να κάνει χρίτσι χρίτσι στις σαγιονάρες. Μάταιος κόπος. Τα πάστρεψα όλα. Ποιος να το πιστέψει ότι χτες τέτοιαν ώρα βρισκόμουν αλλού; (Ημουν εδώ και συμμετείχα με πάθος στην επινόηση της πραγματικότητας, μέσα και ο Αβραμόπουλος, μέσα και τα «φανερώματα» Κουβέλη – Τσίπρα).

Αν πρόκειται να συνεχιστεί αυτό το Déjà vu, τότε να μην ξαναστείλω διακοπές το άβατάρ μου γιατί χώρια από ανεπίδεκτο είναι και εντελώς γαϊδούρι. Το μόνο σουβενίρ που φιλοτιμήθηκε να μου φέρει είναι κάτι που μοιάζει με πάθηση. Σαν να έχουν χοντρύνει τα δάχτυλά μου κι οι λέξεις ξεφεύγουν σαν μαλάκια που αμολάνε μελάνι. Τα λάθη βεντουζώνουν σαν χταπόδια στην οθόνη ενώ τα σωστά πάνε και θαλαμώνουν σαν ροφοί σε βραχώδεις βυθούς. Αν πετύχω τη σπηλιά, αν μου φτάσουν οι ανάσες μου, αν γίνει αυτό κι όχι το άλλο, μπορεί και να ξαναφάμε φέτος καμιά σουπίτσα.