Ηταν η δεύτερη Κυριακή του Φεβρουαρίου του 1964, η ώρα ήταν 8 το βράδυ και πολλοί Αμερικανοί είχαν ήδη βολευτεί μπροστά από τους δέκτες τους. Θα παρακολουθούσαν μια εκπομπή ποικίλης ύλης που έφερνε στα σαλόνια τους σταρ του κινηματογράφου, μουσικούς, ταχυδακτυλουργούς, με οικοδεσπότη τον ήδη διάσημο 63χρονο τηλεπαρουσιαστή Εντ Σάλιβαν. Το ομώνυμο σόου του προβαλλόταν από το CBS και το πρόγραμμα εκείνης της βραδιάς περιλάμβανε τον μάγο Φρεντ Καπς, τον μίμο Φρανκ Γκόρσιν και το καστ του μιούζικαλ «Ολιβερ!». Ο Σάλιβαν βέβαια θα φούσκωνε από περηφάνια όταν θα παρουσίαζε το συγκρότημα που ήταν υπεύθυνο για το «I want to hold your hand», νούμερο ένα στα αμερικανικά τσαρτ της εποχής: τους Beatles.

Οπως λέγεται ο Σάλιβαν, άνθρωπος με σακούλες στα μάτια και μέτρια άρθρωση που έμοιαζε πιο πολύ με πρόεδρο παρά με παρουσιαστή και ο οποίος ήταν ωστόσο εξαιρετικός οικοδεσπότης, αφήνοντας χώρο στους καλεσμένους παρά στον εγωισμό του άκουσε για τους Beatles συμπτωματικά. Τον Οκτώβριο του 1963 βρέθηκε στο αεροδρόμιο Χίθροου του Λονδίνου, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 1.000 ανυπόμονοι νεαροί ή νεαρές. Τις περιγραφές των ανθρώπων του για τον υπαίτιο, το συγκρότημα που επέστρεφε από περιοδεία στη Σουηδία, ακολούθησε μια σειρά συναντήσεων με τον μάνατζερ της μπάντας που θα κατέληγαν σε μια συμφωνία από εκείνες που ο Μπράιαν Επσταϊν επικύρωνε με χειραψία. Κι ας είχε αποκριθεί ο Σάλιβαν, στη συνοδεία του στο Χίθροου, «ποιοι στο διάολο είναι οι Beatles».

Την κρίσιμη βραδιά ήξερε καλά ποιους παρουσίαζε και η προσφώνησή του αντηχεί ακόμη σε πολλά αυτιά: «Λοιπόν, χθες και σήμερα, το στούντιό μας είναι φίσκα από εκατοντάδες δημοσιογράφους και φωτογράφους όλης της χώρας και όλοι αυτοί οι βετεράνοι συμφωνούν ότι η πόλη δεν είχε ποτέ βιώσει τον ενθουσιασμό που προκάλεσαν αυτοί οι νεαροί από το Λίβερπουλ. Απόψε, θα σας ψυχαγωγήσουν δύο φορές, μία τώρα και μία στο δεύτερο ημίωρο. Κυρίες και κύριοι, οι Beatles!» είπε και αμέσως τα επόμενα λόγια του σκεπάστηκαν από εκατοντάδες κοριτσίστικα ουρλιαχτά. Ακόμη και τα τραγούδια που ακολούθησαν δεν ακούγονταν καλά καλά στους δέκτες, πόσω μάλλον οι οδηγίες του σκηνοθέτη στα ακουστικά των οπερατέρ οι οποίοι με κόπο προσπαθούσαν να καλύψουν αυτά που γίνονταν, τόσο στη σκηνή όσο και στις κερκίδες. Η υστερία μεταδιδόταν σε όλη τη χώρα μέσα από αμέτρητες καθοδικές λυχνίες και δεν θα κόπαζε, ούτε όταν στις οθόνες εμφανιζόταν κάτω από κάθε «σκαθάρι» το όνομά του, με εκείνο ειδικά του Τζον Λένον να συνοδεύεται από τη λεζάντα «Συγγνώμη κορίτσια, είναι παντρεμένος».

ΡΕΚΟΡ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ. Για την ακρίβεια, 73 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν την εκπομπή εκείνης της Κυριακής, αριθμός ρεκόρ για την εποχή. Σύμφωνα με έναν μύθο, σε όλη τη διάρκεια της μετάδοσης, στη Νέα Υόρκη δεν διαπράχθηκε ούτε ένα έγκλημα. Τα υποψήφια θύματα βρίσκονταν όλα στο σαλόνι τους, όπου σύμφωνα με όσα σημείωνε αργότερα ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ στο βιβλίο «The Beatles, Anthology», συνέβησαν τα εξής: «Πολλοί πατεράδες θέλανε να κλείσουν τις τηλεοράσεις. Λέγανε στα παιδιά τους, «μην είσαι χαζός, φοράνε περούκες». Και πράγματι, πολλοί πατεράδες τις έκλειναν, αλλά πολλές μητέρες και τα παιδιά τους τις άνοιγαν ξανά».

Αυτό που έβλεπαν ήταν τέσσερις νεαρούς με κοστούμια να κραδαίνουν όργανα και φράντζες, παίζοντας ζωηρά τα «All my loving», «Till there was you» και «She loves you» στο πρώτο ημίωρο και ύστερα από μια παρεμβολή με τους μάγους και τους μίμους που λέγαμε, τα «I saw her standing there» και «I want to hold your hand». Αυτό που ένιωθαν ίσως ήθελε να αντιπαρατεθεί σε μια Αμερική που την ίδια περίοδο έβλεπε τον Κένεντι να δολοφονείται, έστελνε τα παιδιά της στο Βιετνάμ και έτρεμε μήπως ο κόσμος τελειώσει με το πάτημα ενός κουμπιού πυροδότησης. Οι Beatles από την πλευρά τους ήταν ακόμη ανώδυνοι στιχουργικά ενώ μουσικά δεν αμφισβητούσαν τα αμερικανικά ακούσματα. Ακόμη και το όνομά τους έμοιαζε με τους «γρύλους» του Μπάντι Χόλι, τους «Crickets», ενώ η μουσική τους ήταν επηρεασμένη από το ροκ εν ρολ του Τσακ Μπέρι, τον κατάλογο της Motown, τα φωνητικά των Everly Brothers ή το τσουλούφι του Ελβις. Λες και λάνσαραν στην αδρανή τότε αμερικανική νεολαία μια θετική εικόνα της ίδιας τους της χώρας.

Οπως και να έχει, στα χρόνια που θα ακολουθούσαν το αποτύπωμά τους δεν θα μπορούσε να το αμφισβητήσει κανείς. Ερωτώμενοι σχετικά, αμερικανοί μουσικοί όπως ο Τομ Πέτι («βγήκαν στην τηλεόραση και με ισοπέδωσαν»), ο Τζιν Σίμονς («με τάραξε ότι τέσσερα αγόρια από το πουθενά μπορούσαν να παίξουν τέτοια μουσική») ή ο Ρίτσι Σαμπόρα («καθόμουν σταυροπόδι στο σαλόνι, έβλεπα την εκπομπή στην ασπρόμαυρη τηλεόρασή μας, ήμουν πέντε χρονών και σκεφτόμουν «ουάου, αυτό θέλω να κάνω»») θα παραδέχονταν ότι εκείνη η βραδιά ήταν υπεύθυνη για τη δική τους καριέρα. Ηταν μια εκπομπή που θα τη διαδεχόταν μια περιοδεία και η έλευση συγκροτημάτων όπως οι Rolling Stones, οι Who, οι Animals, οι Dave Clark Five. Η «βρετανική εισβολή» είχε μόλις αρχίσει.