Την επομένη της πρόσφατης πολύνεκρης τραγωδίας έξω από το Φαρμακονήσι, ο επικεφαλής του Γραφείου της Υπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα Γιώργος Τσαρμπόπουλος εξέφρασε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη ένα παράπονο: ότι κανείς δεν είπε μία απλή «συγγνώμη». Οποιος κι αν ευθυνόταν, οι χειρισμοί, η θαλασσοταραχή, η απειρία ή η κακιά η ώρα, μία συγγνώμη για τις ζωές που χάθηκαν ήταν απαραίτητη. Την είπε με καθυστέρηση δέκα ημερών ο αρχηγός του Λιμενικού Δημήτρης Μπαντιάς στη Βουλή. Και οι αξιωματικοί που του ζητούν εξηγήσεις γι’ αυτό δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι «συγγνώμη» δεν σημαίνει αποδοχή ευθυνών, δεν σημαίνει ενοχή ούτε καταδίκη, σημαίνει απλώς αναγνώριση ότι η προσπάθεια που έγινε δεν στέφθηκε από επιτυχία. Είναι μια έκφραση λύπης για ένα ατυχές γεγονός. Τα υπόλοιπα αποτελούν αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης.

Η συγγνώμη δεν είναι κάτι σπάνιο στον υπόλοιπο κόσμο. Την έχουν διατυπώσει πολλοί ηγέτες, από τον ιάπωνα αυτοκράτορα για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου μέχρι τον Μπιλ Κλίντον για τα ιατρικά πειράματα στους μαύρους και τον Ζακ Σιράκ για την καταδίκη του Ντρέιφους. Στην Ελλάδα, όμως, παραμένει ταμπού. Θεωρείται ένδειξη αδυναμίας, ενώ είναι γνώρισμα των δυνατών. Θεωρείται μειονέκτημα, ενώ είναι προσόν. Δεν κηλιδώνει, λυτρώνει.

Οι έλληνες πολιτικοί θα μπορούσαν και θα έπρεπε –να ζητήσουν συγγνώμη με διάφορες ευκαιρίες, χωρίς κατ’ ανάγκη να υπάρχει απώλεια ανθρώπινων ζωών. Αλλά δεν το έκαναν ούτε στις περιπτώσεις που έχουν πιθανότατα μετανιώσει και οι ίδιοι. Ο Πρωθυπουργός, για παράδειγμα, θα μπορούσε να απολογηθεί για το ξαφνικό κλείσιμο της ΕΡΤ. Ηταν μια ενέργεια αψυχολόγητη, αντιδημοκρατική και εκδικητική, που παραλίγο να προκαλέσει την πτώση της κυβέρνησής του, έπληξε τη διεθνή εικόνα της χώρας και μακροπρόθεσμα αποδείχθηκε πολύ ακριβή.

Αν αποφάσιζε ο κ. Βενιζέλος να ζητήσει μια μέρα συγγνώμη για κάτι, ενδεχομένως θα ήταν ο θεατρικός τρόπος με τον οποίο έδιωξε την τρόικα τον Σεπτέμβριο του 2011. Ή ο καθόλου δημοκρατικός τρόπος με τον οποίο αφαίρεσε το έργο ενός βέλγου καλλιτέχνη από την έκθεση Outlook, τον Δεκέμβριο του 2003. Ο κ. Κουβέλης θα μπορούσε να ζητήσει συγγνώμη από τους υποστηρικτές του κόμματός του και ολόκληρο τον ελληνικό λαό για την άρνησή του να συναινέσει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού μετά τις εκλογές του Μαΐου του 2012. Χρειάστηκε να γίνουν νέες εκλογές για να το κάνει, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν αλλάξει καθόλου οι αντικειμενικοί όροι.

Οσο για τον κ. Τσίπρα, μάλλον δεν θα δυσκολευόταν να βρει λόγους να ζητήσει συγγνώμη στην υποθετική περίπτωση που θα ξεπερνούσε τον εαυτό του. Νομίζω πως ξέρω –και το ξέρει κι εκείνος –από πού θα έπρεπε να ξεκινήσει: από τον Δημήτρη Χαντζόπουλο, που δέχθηκε επίθεση, χλευάστηκε και συκοφαντήθηκε από έντυπα που θέλουν να λέγονται αριστερά και ανθρώπους που θέλουν να λέγονται προοδευτικοί. Για μια γελοιογραφία.