Οσο αιχμηρή ακούγεται η κουβέντα του Μπρεχτ, ότι το να ληστέψεις μια τράπεζα είναι κάτι μηδαμινό σε σχέση με το να την ιδρύσεις, με άλλη τόση συμπάθεια ακούμε αυτό που λέει η Νάτα Μελά, ότι ο παππούς της Ιωάννης Πεσμαζόγλου ίδρυσε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Η Νάτα Μελά έχει να πει άπειρα πράγματα με αυταπόδεικτη αξία που τους προσθέτει η ίδια, χάρη στο τάλαντό της, την υπεραξία τους. Είτε πρόκειται για την απόδραση της Ελένης Βλάχου στο εξωτερικό τον Σεπτέμβριο του ’67, που χρησιμοποίησε για το εγχείρημά της την ταράτσα του σπιτιού τής 90χρονης σήμερα γλύπτριας, είτε για τον Γιάννη Τσαρούχη που, ενώ της δίδασκε την αγιογραφία, την απέτρεψε να συνεχίσει λέγοντάς της ότι κάνει τους αγίους ως αγριοπούστηδες. Ενας θησαυρός αναμνήσεων που είναι δύσκολο να φανταστείς ότι θα τον αποκτούσε η πανέμορφη κοπέλα, η απεικονιζόμενη μαζί με την Μπούμπα Λυμπεράκη (αδελφή της Μαργαρίτας) στον πασίγνωστο πίνακα του Γιάννη Μόραλη. «Τι ζωή, Εκάβη μου, τι ζωή» λέει κάποια στιγμή μια γειτόνισσά της στην ηρωίδα του Κώστα Ταχτσή στο «Τρίτο στεφάνι». Σ’ αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα όπου αναφέρεται, χαρακτηρίζοντας μια διακεκαυμένη περίοδο της εθνικής μας ζωής, ο μακεδονομάχος Παύλος Μελάς, ο παππούς της Νάτας Μελά. Επειδή όμως οι δυνατές συγγένειες δεν ανιχνεύονται μόνο στο παρελθόν αλλά και στο παρόν, θεωρούμε τη μελαγχολία που αποτυπώνει στο σύνολό του σχεδόν το εικαστικό έργο του Κώστα Σπυριούνη πολύ σχετική με το αίσθημα που προκαλούν τα λεγόμενα τόσο της γλύπτριας όσο και του ζωγράφου.

Θανάσης Νιάρχος: Πώς έγινε, κυρία Μελά, γόνος µιας µεγαλοαστικής οικογένειας –πιο µεγαλοαστική δεν µπορεί να υπάρξει –να ασχοληθείτε µε την τέχνη, διαγράφοντας µάλιστα µια τροχιά που έχουµε συνηθίσει να την αναγνωρίζουµε σε αυτοδηµιούργητους, µε ταπεινή καταγωγή, καλλιτέχνες;

Ναταλία Μελά: Ούτε κι εγώ θα μπορούσα να σας το εξηγήσω. Θυμάμαι ότι στην αρχή τόσο ο πατέρας μου όσο και η μητέρα μου δεν εννοούσαν να πάρουν στα σοβαρά την απόφασή μου να γίνω γλύπτρια. Θα προτιμούσαν να είμαι η «δεσποινίς Μελά που κάνει και λίγο γλυπτική». Δεν το ήθελα όμως με τίποτα αυτό. Με στενοχωρούσε αφάνταστα το γεγονός ότι για μια ζωή θα με θεωρούσαν μόνο εγγονή του Παύλου Μελά. Ετυχε να γεννηθώ σε αυτήν την οικογένεια, όπως θα μπορούσα να έχω γεννηθεί σε μιαν άλλη. Ηθελα από την αρχή να κάνω κάτι δικό μου, κάτι που να βγαίνει από μέσα μου. Φαίνεται πως δεν έπεσα έξω σε αυτό που ονειρευόμουν για τον εαυτό μου. Και ασχολήθηκα πολύ σοβαρά με τη γλυπτική.

Θ.Ν.: Ποια υπήρξαν τα πρότυπά σας;

Ν.Μ.: Μπορώ να σας απαντήσω χωρίς καν να σκεφτώ. Το πράγμα που με συγκίνησε εξαρχής και με συγκινεί βαθύτατα ακόμη είναι η αρχαία ελληνική γλυπτική. Μόνον αυτό. Ή μάλλον, για να το πω ακόμη καλύτερα, είναι το μόνο πράγμα που με συγκινεί περισσότερο στον κόσμο.

Θ.Ν.: Πότε έρχεστε σε επαφή µαζί της;

Ν.Μ.: Από τότε που ήμουν παιδί και πήγαινα περίπατο με τη γιαγιά μου στην Ακρόπολη. Η μητέρα μου γνώριζε θαυμάσια αρχαία ελληνικά και μετέφραζε αρχαίους συγγραφείς, ανάμεσα σε άλλα έχει μεταφράσει και τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Το όνομά της ήταν Αλεξάνδρα Πεσμαζόγλου. Η καταγωγή της δεν ήταν από την Ηπειρο, όπως φαντάζονται πολλοί, αλλά από την Καισάρεια. Ο παππούς μου, ο πατέρας της, ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου, είχε πάει πρώτα στην Αλεξάνδρεια και μετά ήρθε στην Ελλάδα και έφτιαξε την Εθνική Τράπεζα.

Θ.Ν.: Κύριε Σπυριούνη, πώς η Ναταλία Μελά (Νάτα για τους φίλους της), ένα πρόσωπο µυθικό θα λέγαµε χωρίς τον κίνδυνο να παρεξηγηθούµε, που ζει και δηµιουργεί, µεταβάλλεται για έναν εικαστικό καλλιτέχνη, όπως εσείς, σε ένα πρότυπο δασκάλου;

Κώστας Σπυριούνης: Προτού ακόμη γνωριστούμε, πριν από τριάντα χρόνια, μας μιλούσε πολύ για την ίδια και το έργο της ο Γιάννης Τσαρούχης. Τον γοήτευε αφάνταστα μαζί με τα γλυπτά και η προσωπικότητά της, έχει πραγματικά τρομερό ενδιαφέρον. Η δική μας η συνάντηση υπήρξε πολύ ζεστή, μου ζήτησε να επιμεληθώ το αρχείο της, που ήταν σκόρπιο. Ως πραγματική καλλιτέχνις που είναι δεν ήξερε ποτέ να βάζει τα πράγματά της σε τάξη. Την έβλεπα λοιπόν να δουλεύει και θεωρώ τον χρόνο αυτόν ως μια ανεξαγόραστη κοντά της μαθητεία. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ως σύζυγος του αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη οι συζητήσεις που άκουγε κανείς να γίνονται ανάμεσά τους ήταν κυριολεκτικά απίστευτες. Το σπίτι τους ήταν μια μεγάλη πνευματική αγκαλιά, παράλληλα όμως δημιουργούνταν και έργο. Αν κάτι μάθαινες κοντά τους –χωρίς να κινδυνεύεις ποτέ να το ξεχάσεις –είναι να μην κάνεις εκπτώσεις στην τέχνη σου και στη ζωή σου.

Θ.Ν.: Είναι γεγονός, κυρία Μελά, ότι τόσο η καλλιτεχνική όσο και η ανθρώπινη καθηµερινότητά σας έχει στοιχειωθεί από πρόσωπα που έχουν περάσει πια στην αντίπερα όχθη, αλλά και µέσα σε µια νεοελληνική µυθολογία που κατά πώς φαίνεται προορίζεται να µακροηµερεύσει.

Ν.Μ.: Είναι τελείως διαφορετικό το να συναναστρέφεσαι τους ανθρώπους αυτούς από το να μιλάς για τους ίδιους ή το έργο τους όταν έχουν πια φύγει. Γνώρισα τους περισσότερους εξαιτίας της μάνας μου που ήταν ένας άνθρωπος με πολλά ενδιαφέροντα και τους μάζευε για φαγητό στο σπίτι μας και αισθάνομαι σήμερα –ανέκαθεν το αισθανόμουν –ότι τους χρωστώ χάρη απλώς και μόνο γιατί υπήρξαν. Ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Μαυροΐδης, ο Νικολάου, ο Ελύτης, ο Καραγάτσης, ο Χορν, ο Εγγονόπουλος, ο Σεφέρης, ο Κακογιάννης, ο Χατζιδάκις, ο Εμπειρίκος –τον Ρίτσο τον γνώρισα αργότερα όταν έμενα στην Κηφισιά. Προς Θεού, μην ξεχάσω τον Γιώργο Σαραντάρη. Ο μόνος που ζει είναι ο Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος. Ηταν όλοι τους πολύ καθημερινοί άνθρωποι. Μιλούσες μαζί τους και δεν αισθανόσουν καμιά απολύτως διαφορά. Αυτό που τους έδενε μεταξύ τους και μαζί μου ήταν η αγάπη για τον τόπο μας. Αγαπούσαμε όλοι μας ό,τι ήταν ελληνικό.

Θ.Ν.: Σας λείπουν;

Ν.Μ.: Για μένα δεν έχουν φύγει. Τους ονειρεύομαι και είναι σαν να είναι παρόντες κοντά μου. Τους ρωτάω και μου απαντούν. Θα μου ήταν πολύ σκληρό να αποφασίσω ότι έχουν φύγει. Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι καν. Αλλωστε, μου έχουν αφήσει ατελείωτες και πάρα πολύ ζωντανές αναμνήσεις.

Θ.Ν.: Κύριε Σπυριούνη, ποιο λογαριάζετε ως το ιδιαίτερο απόσταγµα της σχέσης σας µε τη Ναταλία Μελά;

Κ.Σπ.: Οταν είναι κανείς τίμιος στη ζωή του, είναι τίμιος και στην τέχνη του. Πρόκειται για μια αμετακίνητη θέση της Ναταλίας Μελά. Η αληθινή τέχνη μιλάει πάντα εκ του τάφου, δηλαδή από τα έσχατα της ζωής. Η αναζήτηση που γίνεται μέσω της τέχνης είναι η απεγνωσμένη αναζήτηση του ίδιου μας του εαυτού. Επομένως, σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση δεν χωράνε υπεκφυγές, μόνο όταν είσαι τίμιος ενδέχεται να σου αποκαλυφθεί κάτι ή να κάνεις κάτι. Οταν αγαπάμε και θαυμάζουμε κάποιους ανθρώπους, οι επιδαψιλεύσεις αυτές σου γίνονται αβίαστα και γρήγορα, όσο και αν τον χρόνο που ζούμε μαζί τους θα τον θέλαμε πολύ μεγαλύτερο. Στο εργαστήρι της Ναταλίας Μελά –όπως ακριβώς και στο εργαστήρι του Γιάννη Τσαρούχη –έχεις την αίσθηση ότι ζεις μέσα σε ένα σκηνικό, ότι συμμετέχεις σε μια υψηλής ποιότητας θεατρική παράσταση. Μια παράσταση όμως που έχει σχέση με την αλήθεια της ζωής του καθενός μας.

Ν.Μ.: Χαίρομαι τον Κώστα Σπυριούνη για την ορμή του να μιλάει για την ουσία της τέχνης, αλλά στη δική μου ηλικία τα πράγματα μπερδεύονται τόσο πολύ ώστε μόνο με τις αναμνήσεις του μπορεί να είναι κανείς σίγουρος. Ετσι δεν θα ήθελα να ξεχάσω και να μη μιλήσω για δύο ακόμη φίλους μου, τον Ανδρέα Νομικό και τον Μίνω Αργυράκη. Σπουδαίος ζωγράφος και σκηνογράφος ο πρώτος, πήγε στην Αμερική και δίδαξε για πολλά χρόνια θέατρο στα πανεπιστήμια. Ο δεύτερος ήταν προσφυγόπουλο, έτσι μάλιστα τον φωνάζαμε. Φοβερή η παρέα μαζί του. Τον βάλαμε κάποτε πάνω σε αυτόν εδώ τον πάγκο, τον γδύσαμε και τον πλύναμε –σπανίως πλενόταν –με σαπούνι και σφουγγάρι. Του φορέσαμε τα ρούχα του πατέρα μου –του Μιχαήλ Μελά –και με μένα ντυμένη με τα ρούχα της μάνας μου, πήγαμε στη «Μεγάλη Βρεταννία». Ηταν η εποχή που είχε έρθει στην Ελλάδα ο στρατηγός Βαν Φλιτ για την υπόθεση με τους κομμουνιστές. Ο Αργυράκης κάθησε στα δεξιά της κυρίας Βαν Φλιτ ως στρατηγός Μελάς και εγώ στα δεξιά του ίδιου του Βαν Φλιτ ως Αλεξάνδρα Μελά. Κάποια στιγμή πετάγεται όρθια η κυρία Βαν Φλιτ και φωνάζει στον άνδρα της: «Αγαπητέ μου, ο στρατηγός Μελάς δεν είναι μόνο ένας θαρραλέος στρατηγός αλλά και ένας θαυμάσιος σκιτσογράφος». Τι έκανε ο Αργυράκης; Ζωγράφιζε πάνω στις χαρτοπετσέτες.

Θ.Ν.: Σας ανακάλυψαν τελικά;

Ν.Μ.: Οχι, αλλά φύγαμε άρον άρον.

Θ.Ν.: Αν σας ζητούσαν, κύριε Σπυριούνη, να διαλέξετε ένα έργο της Ναταλίας Μελά προκειµένου να εκτεθεί, φέρ’ ειπείν, στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, ποιο θα ήταν το έργο αυτό;

Κ.Σπ.: Θα διάλεγα μια κουκουβάγια που εκτίθεται στη γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης. Είναι φτιαγμένη από κεραμίδια και από τσουκάλια και επιπλέον είναι επιζωγραφισμένη. Ή θα διάλεγα έναν κόκορα μεταλλικό ώστε να μην υποστεί, καθώς θα ταξίδευε, ζημιές. Εχει πολύ παγανιστικό στοιχείο μέσα του το έργο της. Ενα στοιχείο που παραμένει αμείωτο έως σήμερα. Ο,τι κάνει έχει μέσα του τον Πάνα, μα και άλλα δαιμόνια, με την καλή έννοια του όρου. Σε σχέση με την ίδια, ένας πολύ νεότερός της καλλιτέχνης δεν αποκλείεται να αισθανόταν και συντηρητικός. Είναι απίθανο το τι μπορεί να συζητήσει κανείς μαζί της. Δεν υπάρχει απαγορευμένη περιοχή, φτάνει ό,τι λέγεται να είναι υπέρ του καλού –και αυτό εννοημένο με μια ευρύτατη έννοια –που να χαρακτηρίζεται όμως από το πάθος.

Ν.Μ.: Ενα έργο που θα ήθελα να έχω κάνει και δεν το έχω καταφέρει ακόμη είναι τον Διγενή Ακρίτα με τον Χάροντα. Κάθε φορά όμως που επιχειρούσα να το φτιάξω δεν μπορούσα να συλλάβω τη μορφή του Χάροντα. Μου ξέφευγε διαρκώς. Ετσι στη θέση του Διγενή Ακρίτα έφτιαξα τον Ευγενή Ακρίτα. Μια φιγούρα που έχει σχέση και με μένα καθώς στην ασπίδα του έχω χαράξει τα σύμβολα της οικογένειας Μελά, που είναι το περιστέρι, ο σταυρός και το σπαθί. Δηλαδή η αγάπη, η πίστη και η δύναμη.

Θ.Ν.: Σε σχέση µε τη σηµερινή κρίση, θεωρείτε ότι είναι πρωτίστως οικονοµική ή πνευµατική;

Ν.Μ.: Δυστυχώς είναι πνευματική. Πολλές αξίες έχουν ξεπέσει, πολλά πράγματα που υπήρχαν έχουν πάψει εξαιτίας της να υφίστανται.

Κ.Σπ.: Ομως ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης, η Μελά, έκαναν ένα μεγάλο έργο όταν η Ελλάδα ήταν πάμφτωχη. Βλέπεις παντού την Αθήνα στις ταινίες γεμάτη με χωματόδρομους. Φαίνεται πως είναι ανεξάρτητα πράγματα μεταξύ τους η οικονομική κρίση και η καλλιτεχνική δημιουργία.

Ν.Μ.: Σήμερα υπάρχει μια παύση, πράγμα που είναι πολύ δυσάρεστο. Παρά την παύση όμως, όραμα υπάρχει. Χωρίς όραμα δεν μπορούμε να ζήσουμε.

Κ.Σπ.: Είναι συγκλονιστικό αυτό που ζούμε σήμερα, οι φτωχοί να νοιάζονται τους φτωχούς.

Ν.Μ.: Η Ελλάδα πάντοτε περνούσε από λογής κρίσεις. Αλλά και πάντοτε ξανανέβαινε λόγω του οράματος που υπάρχει.

Κ.Σπ.: Τι υπέροχο το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο που λέει: «Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου/ να μην μας αρρωστήσεις/ Γιατί το θέλει κι ο Θεός/ να ζήσεις/ και θα ζήσεις».

Θ.Ν.: Να κλείσουµε µιλώντας για τον σύζυγό σας, τον σπουδαίο αρχιτέκτονα Αρη Κωνσταντινίδη;

Ν.Μ.: Αυτός μου έμαθε τι είναι ωραίο και τι είναι άσχημο. Για να καταλάβει αν ένα έργο είναι καλό συνήθως το κοίταζε από την ανάποδη. Μου άρεσε που ήμασταν μαζί. Μου έκανε φοβερή κριτική για τα έργα μου.

Κ.Σπ.: Φανταστείτε πόσο χρυσός άνθρωπος ήταν που ακόμη του κάνει τα μνημόσυνά του η κοπέλα που τον φρόντιζε. Φτάνει να μην του μίλαγες για αρχιτεκτονική όταν δεν ήξερες. Μου έλεγε: «Αν κάποτε χτίσεις σπίτι, να χτίσεις το απολύτως απαραίτητο, όπως ακριβώς κάνουν στα νησιά. Με οικονομία στον χώρο».

Ν.Μ.: Το απολύτως απαραίτητο. Ετσι ακριβώς ήταν και στη ζωή του. Ολιγαρκής. Του άρεσε το καλό φαγητό και τα ωραία γλυκά.

Κ.Σπ.: Την τελευταία φορά που τον είδα, εδώ απέξω, στη Μουρούζη, μου είπε: «Κωστάκη, σήμερα έχω κοτόπουλο με πατάτες τηγανητές». Οταν με άκουσε να του λέω «ποίημα, ποίημα, Σεφέρης», μου απάντησε «όχι, ο Σεφέρης δεν μου αρέσει. Και δεν του έχω χτίσει το σπίτι του. Λάθος. Τον τάφο του έχω σχεδιάσει». Μετά δεν τον ξαναείδα.n