Το αφεντικό τρελάθηκε: βάζουν βαρείς φόρους στα ακίνητα τη στιγμή που η αγορά είναι «νεκρή» και ένα στα τρία στεγαστικά έχει «κοκκινίσει». Ετσι, κάνουν ασύμφορη την αγορά –ακόμα και το «σκότωμα» –μιας τέτοιας περιουσίας, ακόμα και για τα «κοράκια», που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν ξαμοληθεί να σκουπίσουν ό,τι πετάει κι ό,τι κολυμπάει.

Μάλιστα, με την επιβολή διπλού φόρου στους ιδιοκτήτες με περιουσία αντικειμενικής τιμής άνω των 300.000 ευρώ, φροντίζουν να οδηγήσουν κι αυτούς σε διάθεση ξεπουλήματος –πράγμα που ρίχνει τις τιμές πιο πολύ.

Τι σημαίνει αυτό; Οτι οι δανειολήπτες των στεγαστικών, είτε έχοντες και κατέχοντες είτε μπατίρηδες και φτωχαδάκια –που θα ‘λεγε κι η Μαντάμ Σουσού –βλέπουν τις αξίες των διαμερισμάτων τους να μειώνονται καθημερινά. Διαπιστώνουν λοιπόν ότι πληρώνουν –ή θα έπρεπε να πληρώσουν, αν το έχουν κόψει το άθλημα –ένα δάνειο πολύ μεγαλύτερο από τη σημερινή τιμή του σπιτιού τους.

Η διαπίστωση αυτή, που ισχύει για όλη την Ελλάδα, για όλα τα ακίνητα, ορεινά και παραθαλάσσια, μεγάλα και μικρά, πολυτελή και φτωχικά, σπρώχνει σε μία και μοναδική συμπεριφορά: όσο μείνουμε, όσο το απολαύσουμε, όσο το ζήσουμε, καλώς. Μετά, ας το πάρει η τράπεζα να το λουστεί –κι εμείς θα νοικιάσουμε ένα καλύτερο με λιγότερα χρήματα…

Προφανώς, εκείνοι που εμπίπτουν στη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας και έχουν συμφέρον να ενταχθούν, θα σπεύσουν να το κάνουν. Ποιοι είναι αυτοί που έχουν συμφέρον; Μα, εκείνοι που πραγματικά αδυνατούσαν να πληρώσουν –και άρα θα μείνουν στον δρόμο αν η τράπεζα τους πάρει το σπίτι, ενώ τώρα μπορούν να το κρατήσουν με μια λογική δόση. Τους υπολοίπους, μην τους είδατε…

Πότε θα αλλάξουν όλα αυτά; Οταν δοθεί ένα σήμα ότι οι τιμές θα εξορθολογιστούν –ότι θα υπάρξει δηλαδή η αγορά που τώρα δεν υπάρχει, μιας και η εποχή της φούσκας μας τελείωσε. Αλλά τέτοιο σήμα δεν φαίνεται στον ορίζοντα…