Αν δεν υπήρχε ο Πελεγρίνης, θα μπορούσαμε να τον είχαμε επινοήσει. Εύκολα θα μπορούσαμε, γιατί δεν είναι σπάνιος. Είναι χαρακτήρας κοινός. Φιγούρα οικεία και συμβολική. Σαν της παιδικής μας ηλικίας τους αγιοβασίληδες. Σαν τα καραγκιοζάκια.

Εχουμε μεγαλώσει με Πελεγρίνη. Με αυτήν τη δύναμη –ανεπίγνωστου, πλην απηνούς –σουρεαλισμού που μεταποιεί τα πάντα στα αντίθετά τους: την ανευθυνότητα σε «ελευθερία», την αυθαιρεσία σε «καθήκον», το ψώνιο σε «τέχνη». Εχουμε εμβολιαστεί με το μελόδραμα ως τρόπο ύπαρξης. Με τη ναρκισσιστική διαταραχή που κατέχει τον αμελητέο θεατρίνο όταν ανεβαίνει στη σκηνή και ηδονίζεται με τον αντίλαλο της φωνής του –τον στόμφο του που αντηχεί στην άδεια πλατεία.

Στο σανίδι της εθνικής μας ιλαροτραγωδίας, Πελεγρίνης δεν είναι μόνο ο Πελεγρίνης. Είναι πολλοί οι Πελεγρίνηδες. Πολλοί και ψυχωμένοι. Είναι ο κατάδικος «Φαρμακοχέρης», ο κατά συρροήν δολοφόνος που βρίσκει ακόμη βήμα για να υποδυθεί τον αγωνιστή που ορμηνεύει τον λαό. Είναι ο συνταγματολόγος που ερμηνεύει το Σύνταγμα περιορίζοντάς το στην ακροτελεύτια πρόβλεψη περί κατάλυσής του. Είναι ο σερ του γκροτέσκου μεγαλοϊδεατισμού που φιγουράρει τώρα ως Νέστωρ της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Τέτοιος είναι ο Πελεγρίνης που είμαστε: Σε πόλεμο με τον κόσμο του. Ασφαλής στην κοσμάρα του. Προορισμένος τάχα για μια μοίρα που του κλέψανε. Ψωραγέρωχος.

Τέτοιοι είμαστε. Γυμνασμένοι στη φαντασίωση. Αναλφάβητοι στην πραγματικότητα.