απουσία. Στην απουσία υψηλών θερμοκρασιών το φετινό καλοκαίρι και, πιο συγκεκριμένα, στην ολική έκλειψη του καύσωνα αποδίδουν σκανδιναβοί επιστήμονες κάποιες αντιδράσεις, υπό μορφήν δηλώσεων και εκδηλώσεων, παραγόντων της ελληνικής δημόσιας ζωής που καταγράφηκαν τις τελευταίες ημέρες με ποικίλες αφορμές, όπως, ενδεικτικά, η επέτειος του «ΟΧΙ», η κατά φαντασίαν μάχη με την τρόικα, οι παρακολουθήσεις των πάντων από τους Αμερικανούς, οι παρακολουθήσεις των Αμερικανών από τους Ελληνες και η ξανθή Μαρία εν μέσω των Αθιγγάνων. Ο Σβεν Ντόγκβιστ, επικεφαλής ερευνητικής ομάδας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλα που ειδικεύεται στη μελέτη της «περίπτωσης του Νότου», έκανε λόγο για παρενέργειες που οφείλονται στο σύνδρομο εξάρτησης (βλ. λήμμα) από τις υψηλές θερμοκρασίες (high-temperature addiction) που επηρεάζει καθοριστικά τη σωματική υγεία και την ψυχική ισορροπία των μεσογειακών λαών και «κατεξοχήν των Ελλήνων, οι οποίοι συμβαίνει να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι αυτή την εποχή για λόγους που όλοι γνωρίζουμε», όπως σημειώνει ο ερευνητής.

εξάρτηση. «Εχει διαπιστωθεί ότι στη Μεσόγειο οι υψηλές θερμοκρασίες που σημειώνονται κατά κανόνα τα καλοκαίρια (και όχι μόνο) είναι βασικός ρυθμιστικός παράγοντας της ζωής των ανθρώπων. Σωματικά, ψυχικά, διανοητικά οι Μεσογειακοί δεν είναι οι ίδιοι άνθρωποι το φθινόπωρο και τον χειμώνα, αν προέρχονται από ένα καλοκαίρι με μέση θερμοκρασία, π.χ., 25-27 βαθμούς Κελσίου. Το βλέπεις σε όλες τις αντιδράσεις και τις λειτουργίες τους. Εμφανίζονται ευάλωτοι συναισθηματικά, ασυνάρτητοι πνευματικά, διαλυμένοι ψυχικά. Αντίθετα ο θετικός εθισμός στις μεγάλες ζέστες τούς παραδίδει στις επερχόμενες εποχές (φθινόπωρο, χειμώνας) σφριγηλούς και ακμαίους από κάθε άποψη. Επιβεβαιώνεται εδώ κάτι που μπορεί να έχει ευρύτερη σημασία. Η ακρότητα (θερμοκρασιακή εν προκειμένω) παράγει ισορροπία». (Σβεν Ντόγκβιστ, σε ιδιωτική συνομιλία με τον συντάκτη της στήλης)

επιμύθιο. Είναι σαφές ότι, αφού μίλησε η επιστήμη, πρέπει όλοι να λάβουν τα μέτρα τους. Συνιστάται ιδιαίτερα, εκεί όπου δεν μπορούν να αποφευχθούν οι εκδηλώσεις (παρελάσεις, συναθροίσεις και λοιπά δρώμενα), να ελεγχθούν οι δηλώσεις τόσο «επί της διαδικασίας» όσο και επί της ουσίας. Εχει παρατηρηθεί, π.χ., ότι γίνονται κατά κανόνα μετά τα «γεγονότα». Κανείς δεν καλείται, φέρ’ ειπείν, να κάνει δήλωση προσερχόμενος σε μια παρέλαση ή συνεδρίαση κομματικού ή κυβερνητικού οργάνου, κάτι που θα μπορούσε θαυμάσια να αντιπαρέλθει με ένα απλό «τα λέμε μετά…» –και να αφήσει να αιωρούνται τα αποσιωπητικά… Και τα αποσιωπητικά να επέχουν θέση δήλωσης. Ολοι μιλούν κατόπιν εορτής. Αυτή η τυποποίηση, αυτή καθαυτήν, αποδυναμώνει, με όρους επικοινωνιακούς, την παρουσία του ομιλούντος. Οσο για την ουσία, μοιραία η συνθήκη αυτή ενεργοποιεί τον βασικό πυλώνα της νεοελληνικής εκφραστικής, τη διαχρονική «έκθεση ιδεών», που στηρίζεται στο τρίπτυχο ηθικολογία – καφενολογία – θυματολαγνεία και τροφοδοτεί σταθερά τον εθνικό χαβαλέ. Υστερόγραφο: εννοείται ότι τα παραπάνω ισχύουν σαν μέτρα προφύλαξης ωσότου αναλάβουν και πάλι δράση οι καύσωνες.

κινητικότητα. Παρατηρείται γύρω από το Κυπριακό, σε κλίμακα Ελληνισμού, και τα ακίνητα, σε ελλαδική κλίμακα. Και η μεν Μεγαλόνησος κατέχει σταθερά την πρώτη θέση στον κατάλογο των λεγόμενων εθνικών θεμάτων. Ολα αυτά, όμως, τα μαντριά και οι στάνες, τα οικόπεδα, τα χωράφια και τα ακατοίκητα χαλάσματα από πού ξεφύτρωσαν; Πώς ήρθαν και προστέθηκαν στις γκαρσονιέρες, τα δυάρια και τις μεζονέτες; Πώς έσυραν ξοπίσω τους διακρίσεις κοινωνιολογικού χαρακτήρα, όπως «αστική» και «αγροτική» Ελλάδα; Πώς συγκέντρωσαν το ένα τέταρτο των μελών του Κοινοβουλίου σε «μαραθώνια συνάντηση» με τον υπουργό Οικονομικών; Πώς προκάλεσαν δύο τουλάχιστον τετ α τετ συναντήσεις μεταξύ προέδρου και αντιπροέδρου της κυβερνήσεως; Τι περιμένουμε «στην αγορά συναθροισμένοι»; Εναν (ακόμη) φόρο ή τους βαρβάρους; (Βλ. παρακάτω)

συμβολισμός. Είναι προφανές ότι ισχύει το δεύτερο. Η χώρα ζει μια εξελισσόμενη καταστροφή. Αφανίζονται οι δύο πυλώνες της υπόστασης του νεοελληνικού κράτους που αποδείχθηκαν κέρινα ομοιώματα: της αστικότητας, αφενός, και του καπιταλιστικού συστήματος, αφετέρου. Στην παρούσα φάση βιώνουμε τη δραματική αντιστροφή της διαλεκτικής ιδιωτικού – δημοσίου, όπως τη ζήσαμε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όπου ιδιωτικώς, υποτίθεται, προκόβαμε και συλλογικώς καταρρέαμε υπούλως. Την κορύφωση αυτής της τραγικής φαντασμαγορίας ήρθε να επισφραγίσει, το 2010, το Μνημόνιο, που σήμανε το τέλος του πρώτου μέρους του βιβλίου με τίτλο «Νεοελληνικό κράτος». Σήμερα, η «επίθεση στην ακίνητη περιουσία», υπό τις δεδομένες συνθήκες, έρχεται να συμβολίσει και το τέλος της νεοελληνικής ιδεολογίας.