Αρρηκτα δεμένη με το ελληνικό καλοκαίρι, για πολλές δεκαετίες η ρετσίνα ερχόταν πρώτη στις προτιμήσεις των καταναλωτών. Στη συνέχεια, όμως, ταυτίστηκε με το χειρότερο είδος κρασιού που κυκλοφορούσε στην αγορά και με το φολκλόρ σκηνικό του ταβερνιάρη με το κατρούτσο και το γιοματάρι. Μέχρι που ήρθε η ώρα –έπειτα από επίμονες προσπάθειες κάποιων οινοποιών αφοσιωμένων στην καλή ποιότητα –να αποβάλει τη «ρετσινιά» και να πάρει τη θέση που της αξίζει ανάμεσα στα καλύτερα ελληνικά κρασιά. Μπορεί να θεωρηθεί αρχαίο κρασί, αφού εδώ και χιλιετίες γίνεται με την ίδια διαδικασία προσθήκης ρετσινιού στον μούστο. Το ρετσίνι, το οποίο έχει αντισηπτική δράση, χρησιμοποιείται παραδοσιακά ως φυσικό συντηρητικό του κρασιού, ταυτόχρονα όμως του προσδίδει τη χαρακτηριστική γεύση. Για την ακρίβεια, η ρετσίνα δεν είναι ποικιλία αλλά τύπος κρασιού που συνήθως παράγεται από σαββατιανό ή και ροδίτη, δύο ποικιλίες που ευδοκιμούν κυρίως στην Αττική, τη Βοιωτία, την Πελοπόννησο, την Εύβοια και τη Βόρεια Ελλάδα, ενώ για το ρετσίνι ιδανικό θεωρείται το δάκρυ των πεύκων της Αττικής. Συνήθως λευκή και ενίοτε ροζέ, είναι ελαφριά, δροσερή, με σπιρτόζικο και ταυτόχρονα βοτανικό χαρακτήρα και ταιριάζει εξαιρετικά με τις παραδοσιακές ελληνικές γεύσεις, ακόμα και με πιάτα με τα οποία δεν τα βγάζουν πέρα άλλα λευκά ή κόκκινα κρασιά.