Δεν θα μπορούσε να υπάρξει ιδεωδέστερο μνημόσυνο για τον Γιάννη Τσαρούχη που έφυγε πριν από 24 χρόνια, στις 19 Ιουλίου 1989, από την παράσταση του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Πρώτη ύλη». Ενας νέος τότε άνδρας ο καλλιτέχνης αυτός που συναναστρεφόταν από τα εφηβικά του χρόνια τον δημιουργό των «Τεσσάρων εποχών», αναγνωρίζεις στην τωρινή του δουλειά το πνεύμα και το ήθος του αλησμόνητου ζωγράφου, με τον τρόπο ακριβώς που θα επιθυμούσε και ο ίδιος. Χωρίς δηλαδή ιδιαίτερη μνεία του, αν και υπήρξε η πηγή, αλλά πανταχού παρόντα ως αισθητική και εμπράγματη εφαρμογή ενός νοήματος.

Δεν είναι σε θέση να γνωρίζει κανείς σε ποιο βαθμό έχουν αντιληφθεί οι Νεοέλληνες, παρά τον ανυπόκριτο θαυμασμό, τη σημασία του Δημήτρη Παπαϊωάννου σε περίπτωση που αποσυνδεόταν το όνομά του από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά αν στους Ολυμπιακούς Αγώνες αναγνωρίζεις την ύπαρξη μιας ιδιοφυΐας που αξιοποιεί τους όρους του μεγάλου θεάματος προς όφελος του πνεύματος, στην «Πρώτη ύλη» συνειδητοποιείς το μέγεθος μιας τέχνης εντελώς διαφορετικής. Η όψη, το «φαίνεσθαι» μιας παράστασης, όσο συγκλονιστικά και αν εικονογραφείται, παραμένει κάτι ελάχιστο σε σύγκριση με τη μαγεία που ακτινοβολεί η εσωτερικότητα του ανθρώπου.

Ακόμη και το γυμνό ανθρώπινο σώμα που υπαινίσσεται, αν δεν δηλώνει απερίφραστα, έναν άκρατο αισθησιασμό, λειτουργεί στην παράσταση αυτή ως αναβαθμός για την κατάκτηση μιας πολύ ουσιαστικής σεμνότητας. Το κάλλος του ανθρώπινου σώματος εξαγιάζεται γιατί λειτουργεί ως όργανο προκειμένου να γνωρίσουμε την περιπέτεια του πνεύματος που φέρει και σε ποιο βαθμό το πνεύμα αυτό υποφέρει. Ελευθερία στην τέχνη και στο θέατρο του Δημήτρη Παπαϊωάννου σημαίνει ότι όσο περισσότερο αποκαλύπτεται το ανθρώπινο σώμα τόσο περισσότερο συνειδητοποιείς το αθέατο νόημά του.

Στην αντιστροφή όμως αυτή και στην απόλυτη κατίσχυσή της στην «Πρώτη ύλη» αναγνωρίζεις το «μάθημα» του Γιάννη Τσαρούχη. Και δεν εννοούμε τις σκηνές της παράστασης που παραπέμπουν ευθέως στον πολύ γνωστό πίνακά του «Ο ζωγράφος και το μοντέλο του», με τον ζωγράφο να απαθανατίζει τη γυμνή ωραιότητα του μοντέλου του, αλλά και το μοντέλο να αποτυπώνει με το βλέμμα του την καλλιτεχνική περιπέτεια του ζωγράφου.

Εννοούμε κυρίως τις στιγμές που ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, ως συμπαίκτης του εντελώς γυμνού σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ήρωά του, ιερουργεί κατά μήκος της σκηνής με τα ευτελέστερα αντικείμενα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς σε ένα αδιάκοπο πήγαινε – έλα. Πετσέτες, καλώδια, μάνικα, φακοί, πρίζες, μεταβάλλονται σε σκεύη άχραντα μιας αδιατύπωτης έως σήμερα λειτουργίας, δοξάζοντας ως αναντικατάστατο το ταπεινό και ως αποκαλυπτικό το απορριπτέο. Γεγονός που θυμίζει την αθάνατη ρήση του μεγάλου ζωγράφου ότι «όπως το ζώο βρίσκει το απαραίτητο για τη ζωή του στα σκουπίδια έτσι κι εμένα με ενδιαφέρει μια τέχνη που γίνεται με τα πιο φτωχά υλικά». Ζει ακόμα μια πλειάδα σκηνοθετών και ηθοποιών που θυμάται τον Γιάννη Τσαρούχη με σελίδες εφημερίδων και κουρέλια υφασμάτων να κάνει σκηνογραφικά και ενδυματολογικά αριστουργήματα.

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είναι ο αδιαμφισβήτητα πανάξιος επίγονος μιας μορφής για την οποία ο Γιάννης Μόραλης είπε: «Στην Ελλάδα στο μέλλον θα ξεκινάμε από τον Αισχύλο και θα φτάνουμε στον Γιάννη Τσαρούχη».