Με πήρε χθες τηλέφωνο μια φίλη Γαλλίδα που ετοιμάζει διδακτορικό σχετικό με τις δομές του πολιτισμού και με ρώτησε για τις δικές μας προτεραιότητες. Τι να της πω; Μου πέσανε τα μούτρα. Πάλι καλά που η σφαλιάρα από το Εθνικό Θέατρο είχε προλάβει να μουδιάσει κάπως τον σβέρκο μας κι έτσι τη φάση «Βούρος – ΚΘΒΕ» την πέρασε αναίμακτα και μ’ έναν πόνο. Σαν αιμορραγική γέννα με ρήξη πλακούντα έμοιαζε και το προχθεσινό με τον «Κεμάλ» σε δημόσιο σχολείο. Ο γονιός που λέγεται ότι πέρασε το αριστούργημα του Μάνου Χατζιδάκι για ισλαμική προπαγάνδα πιθανόν να μην είχε ενοχληθεί διόλου όταν πέρυσι τέτοια εποχή εκπαιδευτικοί (δημόσιων) νηπιαγωγείων γέμιζαν τις τσέπες των παιδιών μας με εκ του προχείρου ποιηματάκια για την «κακιά Μέρκελ, τα τρία γουρουνάκια και τον κακό μας λύκο, το Μνημόνιο». Τι τους πληρώνουμε Παναγίτσα μου; Τα δίδακτρα, τα φύλακτρα ή μια νέα, συστηματική γενοκτονία; Εθνικώς, ξεματώνουμε ραγδαία και δεν βρίσκεται κι ένας φωτισμένος άνθρωπος να φωνάξει «αγιούτο».

Κι όμως, πριν από λίγες λίγες μέρες οι υποψήφιοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στις Πανελλαδικές Εξετάσεις ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Εκτός από το εθνεγερτικό του πρώτου και την αισθητική μελαγχολία του δεύτερου, τούς μίλησε άραγε ποτέ κανείς για τον αλκοολισμό, τα οικογενειακά πάθη και τη δικομανία του εθνικού μας ποιητή ή για τον αυτοχειριασμό, την ομοφυλοφιλία και τον εθισμό στα ναρκωτικά του αγαπημένου μου Λαπαθιώτη; Οχι για κουτσομπολιό και αποκαθήλωση, αλλά για τους εντελώς ανάποδους λόγους. Αντιρατσισμός δεν είναι η ισοπέδωση και η απόκρυψη, αλλά ο σεβασμός και η κατανόηση του άλλου. Δεν διδάσκεται ούτε ψηφίζεται. Είμαστε εμείς οι άνθρωποι, ηλίθιε.