Πρώτα τα κακά νέα: η ταινία της Μαργκαρέτε φον Τρότα δεν έχει προγραμματιστεί να προβληθεί το επόμενο διάστημα στην Ελλάδα. Υστερα τα καλά: η ταινία δεν είναι απλώς εξαιρετική, είναι και ιδιαίτερα χρήσιμη και διδακτική για μια κοινωνία που ανέχεται –και ώς ένα βαθμό ενθαρρύνει –τους νεοναζί να αλωνίζουν στη Βουλή, στους δρόμους, στα κανάλια, στις λαϊκές αγορές, ακόμη και στα νοσοκομεία. Συμπέρασμα: ας βρεθεί μια εταιρεία διανομής που να αγοράσει τη «Χάνα Αρεντ» και να τη φέρει στις ελληνικές αίθουσες. Θα επιτελέσει εθνικό έργο.

Η ταινία αρχίζει το 1960, όταν οι Ισραηλινοί έχουν απαγάγει τον Αντολφ Αϊχμαν στο Μπουένος Αϊρες και ετοιμάζονται να τον δικάσουν στην Ιερουσαλήμ. Η Χάνα Αρεντ βρίσκεται εξόριστη στις ΗΠΑ, έχει ήδη γράψει τις «Ρίζες του ολοκληρωτισμού» όπου συγκρίνει τον ναζισμό με τον σταλινισμό, και ζητά από το περιοδικό «Νιου Γιόρκερ» να τη στείλει στο Ισραήλ για να καλύψει τη δίκη. Η κεντρική ιδέα των πέντε άρθρων που θα ακολουθήσουν, καθώς και του βιβλίου «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ», επικρίθηκε πολύ, κυρίως από τους Εβραίους. Πρόκειται βέβαια για την Κοινοτοπία του κακού. Ο εκτελεστής της Τελικής Λύσης δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ένα τέρας με σπάνια γονίδια, αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ένας nobody, όπως λέει και η ηρωίδα της ταινίας, η καταπληκτική Μπάρμπαρα Σούκοβα.

Ο ρόλος του Αϊχμαν ήταν λοιπόν δευτερεύων; Οχι, ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο η Χάνα Αρεντ, επισημαίνει στη «Λιμπερασιόν» η γαλλίδα φιλόσοφος και συγγραφέας Μπαρμπαρά Κασέν. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν ο δολοφονικός ζήλος ενός ανθρώπου ανίκανου να σκεφτεί. Για εκείνη, ο Αϊχμαν ξεχώριζε την επιβίβαση των μελλοθάνατων στα τρένα από τον προορισμό τους –τον οποίο φυσικά γνώριζε. Ηξερε τα πάντα, η συμμετοχή του στο Ολοκαύτωμα ήταν αποφασιστικής σημασίας, αλλά δεν ήταν ικανός να ενδιαφερθεί γι’ αυτά που ήξερε. Οπως είπε ο ίδιος στη δίκη του, σε όλη του τη ζωή έζησε με βάση τις ηθικές επιταγές του Καντ. Αναγκάστηκε μόνο να τις παραμερίσει όταν κλήθηκε να θέσει σε εφαρμογή την Τελική Λύση. Πώς, με ποιο μηχανισμό, ως αποτέλεσμα ποιας προπαγάνδας, το μυαλό σταματά να σκέπτεται, ενώ οι αισθήσεις λειτουργούν; Το κακό χωρίς κίνητρο, αυτό ενδιέφερε τη Χάνα Αρεντ.

Κι εκείνο που την αιφνιδίασε, παρακολουθώντας τη δίκη, ήταν ότι ο κατηγορούμενος μιλούσε αποκλειστικά με κλισέ. Η Κοινοτοπία του κακού είναι πρώτα απ’ όλα η αδυναμία έκφρασης σε μια ζωντανή γλώσσα. Εκείνη, αντίθετα, εκφράζεται ουσιαστικά και διαχρονικά όταν κλείνει το βιβλίο της, σημειώνοντας πως κάποιος που αρνείται να συνυπάρξει με τους Εβραίους και άλλους λαούς δεν μπορεί να περιμένει από κανέναν να θέλει να συνυπάρξει μαζί του. Να τα θυμόμαστε αυτά, μας αφορούν.