Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος γεννήθηκε (1924) και ανδρώθηκε σε ζόρικα, θυμωμένα χρόνια με την ανάσα της Ιστορίας στον σβέρκο του: μεταξική δικτατορία, κατοχική αντίσταση (επονίτης), Δεκεμβριανά, εκτοπίσεις (Ικαρία, Μακρόνησος, Αϊ-Στράτης)· «αδειούχος εξόριστος» στη δεκαετία του ’50, ιδρυτικό μέλος της «Επιθεώρησης Τέχνης», συνεργάτης στην «Αυγή», αυτοεξόριστος στη Γαλλία στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας· ψυχή του μεταπολιτευτικού «Ηριδανού» και στενός συνεργάτης του Δ. Χατζή στο «Πρίσμα», ανήσυχος διανοούμενος, ακηδεμόνευτος κριτικός, στήριξε μαχητικά τη διαμόρφωση της σύγχρονης δοκιμιογραφίας. Με παρεμβατική παρουσία, ανέβασε τη στάθμη της λογοτεχνικής κριτικής, ανανέωσε τις προσεγγίσεις της μεταπολεμικής πεζογραφίας, θήτευσε με συνέπεια εξήντα χρόνια τώρα στην ανάγνωση, στη γραφή, στη μετάφραση.

Ο παρών τόμος είναι θεματικός: συγκεντρώνει κριτικά μελετήματά του γύρω από τη λογοτεχνία που διαχειρίστηκε την περιπέτεια του ελληνικού Εμφυλίου. Φιλοξενημένα στον ημερήσιο ή περιοδικό Τύπο στο διάστημα της τελευταίας εικοσαετίας (1992-2011), αυτά τα κείμενα ανιχνεύουν την πολιτική διάσταση, τον αντίκτυπο της ιστορικής συγκυρίας και την ιδεολογική «σημείωση» στο μεταπολεμικό λογοτεχνικό τοπίο, πεζογραφικό κατά κύριο λόγο αλλά και ποιητικό (κεφάλαια για τον Λειβαδίτη, τον Πατρίκιο, τον Φουρτούνη, την «ποίηση του τηλεβόα» και την «ποίηση της ήττας»). Στην «εκ των υστέρων» αποτίμηση του εμφύλιου δράματος, δεκαετίες μετά την ένταση και την αγριότητα των συμβάντων, η εποπτική αναγνωστική ματιά μπορεί να διακρίνει στα σχετικά λογοτεχνήματα κάποιες δεσπόζουσες: αντιεπικά σκηνικά, αντιηρωισμός, απομάγευση, σίγηση του τηλεβόα, γείωση στην άδοξη, διαβρωτική ή σπαρακτική καθημερινότητα· είναι οι συνέπειες της παλαιάς ιστορίας, των εφιαλτικών σκηνών, των επεισοδίων βίας και φρίκης που καταγράφονται ενίοτε με ρεαλιστική ενάργεια· ωστόσο, οι επιζώντες και οι επίγονοι λογοτέχνες της μιας ή της άλλης παράταξης που αναμετρήθηκαν σκληρά (αμφότερες ηττημένες στο βάθος) επιλέγουν κατά πλειοψηφία την απομυθευτική σκηνοθεσία. Από τον Τσίρκα, τον Αλεξάνδρου, τον Φραγκιά, τον Χατζή ώς τον Κοτζιά, τον Χάκκα, τον Βαλτινό, τον Πετσετίδη, τη Γαλανάκη ή τον Φάις, διηγηματογράφοι και μυθιστοριογράφοι αποφεύγουν τις αγιολογίες και τα μαρτυρολόγια, τη συνθηματολογία, τον αγωνιστικό ρητορισμό, τον παιδαγωγισμό –αν περνά κάπου η αντίμαχη λογική της πολεμοφροσύνης και της τυφλής στράτευσης, αυτό γίνεται a contrario, με καταγγελτική είτε γελοιογραφική πρόθεση, τονίζοντας το χάσμα του εμείς και οι άλλοι, που είναι βέβαια ο ίδιος, ανάποδος εαυτός: «Ανάμεσα στ’ αδέλφια μας που κλώθουν / στις φλέβες τους το δίκλωνο αίμα», έγραφε στα 1949 ο Σεφέρης.

Το σκληρό νόμισμα

Εν πολέμω, εν θερμώ, με χαίνοντα τα τραύματα, δύσκολα το αίμα γίνεται μελάνι, επισημαίνει ο Ραυτόπουλος. Με κριτική αυστηρότητα σταθμίζει την «ιδεασμένη» μυθιστοριογραφία των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων, είτε πρόκειται για «μαύρη πολιτική λογοτεχνία» (όρος του που πολυσυζητήθηκε) είτε για λογοτεχνία αριστερής κοπής, κομματικοκρατούμενη, και διαπιστώνει εν πολλοίς την ήττα της γραφής. Φρονεί ότι το άμεσο βίωμα του Εμφυλίου σώζεται περισσότερο στην πρωτοβάθμια πεζογραφία, την εξομολόγηση, τη μαρτυρία, το χρονικό (π.χ. στα κείμενα του Μανούσακα, στην «Πυραμίδα» του Ρένου). Λίγο αργότερα, και οπωσδήποτε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και πέρα, θα αρχίσει να «δένει» μια αξιόλογη αφηγηματική πολιτική στον χώρο του διηγήματος (Χατζής, Χάκκας) και του μυθιστορήματος (Φραγκιάς, Τσίρκας, Βαλτινός κ.ά.), που θα ελέγχει τα τεχνικά της μέσα, θα ολοκληρώνει τη διεργασία του πένθους, θα συναιρεί την ιστορικότητα με τη λογοτεχνικότητα, θα μπορεί να σαρκάζει, να αυτοσαρκάζεται ή να κάνει την αυτοκριτική της –όχι ως κομματικό καθήκον. Θα υπάρξουν και πισωγυρίσματα: ο κριτικός ρεαλισμός του Τσίρκα που κακοφόρμισε στη «Χαμένη άνοιξη», το μυθιστόρημα του Χατζή που δεν άγγιξε τη δύναμη των διηγημάτων του. Η κριτική του Ραυτόπουλου είναι σκληρό νόμισμα. Ακονισμένη στην τόλμη του Διαφωτισμού, νευρώδης, ερμηνευτική, αντισυμβατική, δίχως καθωσπρεπισμούς και πατερναλισμούς, τάραξε τα νερά των μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών γραμμάτων, συνάντησε διμέτωπη καχυποψία (αριστερόστροφη και δεξιόστροφη), ενόχλησε εξουσιαστικά κέντρα και κατεστημένες αντιλήψεις αξιοδοτώντας, εις πείσμα κάθε γραμμής και ορθοδοξίας, το «καίριον» των κειμένων. Μην ταυτίζοντας τα μηνύματα των καιρών με τους κομιστές τους, έχει αίσθηση της ιστορικότητας και αυτό αναδεικνύεται στην παρούσα συναγωγή που δεν είναι ακριβώς γραμματολογική μελέτη, μολονότι διακρίνει σαφώς το αποτύπωμα των εποχών στη λογοτεχνία. Στη συνεχή διαπάλη μνήμης και λήθης, ιδεολογικής χρήσης και κατάχρησης της Ιστορίας, γνωρίζει τι διακυβεύεται, τι απειλείται, τι αλλοιώνεται –ιδιαίτερα σε καιρούς κάθετων ρήξεων, εμφύλιων σπαραγμών.

Εχει παλαιόθεν αναγνωριστεί το περίσσευμα της λογοτεχνικής έναντι της ιστορικής γραφής με εκείνο το αριστοτελικό «οία αν γένοιτο»: όχι απλώς καταγραφή των γεγονότων, των όσων συνέβησαν, αλλά και όσων (δυνητικά) μπορεί να συμβούν –στον υπαρκτό κόσμο προστίθεται ακόμη μία διάσταση, πιθανή. Αυτή η ευρετική λειτουργία, ο συνδυασμός της αληθοέπειας και της αληθοφάνειας, απογείωσε κείμενα σαν το «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, σμίλεψε την αλληγορία στον «Λοιμό» του Φραγκιά, κορυφαίες στιγμές στη λογοτεχνία που θεματοποίησε το εμφύλιο βίωμα.