Αν έδειξαν κάτι οι πρόσφατες συζητήσεις για το φορολογικό, τη λειτουργία του ΣΔΟΕ κ.ά. είναι το εξής: Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποσαφηνισθούν αρχές και βασικοί κανόνες πάνω στους οποίους (θα έπρεπε να) στηρίζονται οι καθημερινές πολιτικές αποφάσεις καθώς και να προταθεί μια στοιχειώδης ιεράρχηση αρχών και στόχων.

Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, η οικονομική κρίση έκανε φανερό πόσο απείχε, τουλάχιστον ώς πρόσφατα, η πολιτική πράξη από οποιοδήποτε συνεκτικό μείγμα αρχών και σταθερών κανόνων τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης επικράτησε ένας αναποτελεσματικός και χαοτικός εν τέλει παρεμβατισμός του κράτους στην οικονομία. Τον βιώσαμε ως κατάσταση διαρκείας παρά το γεγονός ότι κατά διαστήματα έγιναν προσπάθειες για την υπέρβασή του. Αυτός ο χωρίς αρχές και σταθερούς κανόνες παρεμβατισμός ανταποκρινόταν στη λογική του πελατειακού συστήματος, έχει επομένως βαθιές ρίζες σε νοοτροπίες, συμπεριφορές και θεσμούς. Επέδειξε τις αντοχές του και κατά τη διάρκεια της κρίσης που διέρχεται η χώρα.

Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόσθηκε η πολιτική οικονομικής προσαρμογής (τα Μνημόνια) σημαδεύτηκε από αντιφάσεις, παλινδρομήσεις, παραλείψεις. Τα ίδια τα Μνημόνια (παρά τα ελαττώματά τους) έδιναν ένα μάλλον σαφές πλαίσιο πολιτικής, που υπάκουε στην επικρατούσα οικονομική φιλοσοφία, δηλαδή σε ορισμένες και κατά βάση φιλελεύθερες αρχές. Ομως, η πολιτική εφαρμογής τους δεν είχε εσωτερική συνοχή και μάλλον χειροτέρευσε τα πράγματα γιατί παράπαιε ανάμεσα σε ιδεολογικές ψευδαισθήσεις και σκληρές συντεχνίες και συσχετισμούς συμφερόντων.

Αν και η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά τις εκλογές του Ιουνίου, η απόσταση ανάμεσα σε θεωρία που υποδεικνύουν τα Μνημόνια και στην πράξη γίνεται ακόμη εμφανής π.χ. στον τρόπο αντιμετώπισης ή μη αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής (βλέπε ανάμεσα σε άλλα εξαφανισμένο CD), τους μεταβαλλόμενους φορολογικούς αυτοσχεδιασμούς κ.ά.

Αντιφάσεις και συγκυριακές αποφάσεις που χωρίς ευκρινείς αρχές και στόχους ικανοποιούν κυρίαρχους ορισμούς συμφερόντων εθνικών και επιχειρηματικών διακρίνουμε και στην πολιτική της ευρωζώνης και της ΕΕ από την έναρξη της κρίσης έως πρόσφατα. Η ελληνική «διάσωση» του 2010 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Αρχικά επικράτησε η ιδέα της «μη διάσωσης» (no bail-out), μετά του τιμωρητικού (λόγω υψηλών επιτοκίων) δανεισμού, τέλος και με καθυστέρηση της περικοπής χρέους.

Οι εμπειρίες αυτές λοιπόν μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά την ιδέα ότι η πολιτική οφείλει να υπακούει σε αρχές και σταθερούς κανόνες. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, επιστρέφοντας στο παράδειγμα της ευρωζώνης, αυτό ακριβώς το μάθημα πήραν από την εμπειρία των διασώσεων και αποφάσισαν να θέσουν νέους και αυστηρούς κανόνες για τις εθνικές πολιτικές. Εν πολλοίς, αυτό υποκρύπτει και η πιο προωθημένη συζήτηση για πολιτική ενοποίηση στην Ευρώπη. Στην καθ’ ημάς Δύση, αυτό θα έπρεπε να είναι ένας στόχος της ιδεολογικής κινητικότητας σε Κεντροαριστερά (σοσιαλδημοκρατία) και Κεντροδεξιά (κοινωνικός φιλελευθερισμός) και, αν θέλετε, προτεραιότητα της επερχόμενης συνταγματικής μεταρρύθμισης.

Εως σήμερα την πειθάρχηση της πολιτικής σε αρχές και κανόνες είχε υποκαταστήσει η παραδοχή ότι για να έχεις καλή πολιτική αρκεί να κυβερνούν καλοί πολιτικοί. Με άλλα λόγια, από την καλή προαίρεσή τους εξαρτάται η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων. Οσοι την υιοθετούν (και είναι πολλοί), παραβλέπουν ότι η ανάπτυξη, οι παρεμβάσεις και οι δομές του κράτους ήταν συχνά προϊόν διευθετήσεων προς όφελος ειδικών συμφερόντων που ακολουθούσαν ιδιαίτερους στόχους στο πλαίσιο «πολιτικών ανταλλαγών» (εύνοια έναντι εκλογικής στήριξης). Παραβλέπουν επίσης ότι οι πολιτικές αποφάσεις αγνοούσαν τις μακροχρόνιες επιπτώσεις (time inconsistency) των παρεμβάσεων, συνδυάσθηκαν με συσσώρευση χρεών, προκάλεσαν νέες ανισότητες, έτειναν να αποσταθεροποιούν την οικονομία κ.ά.

Οφείλουμε να είμαστε δύσπιστοι όχι μόνον απέναντι σε μια ανεξέλεγκτη αγορά, αλλά και απέναντι σε προγράμματα που καλλιεργούν τον μύθο ότι πολιτική και κράτος δεν χρειάζεται να υπακούουν σε κανόνες και αρχές.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.