Η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, και ιδιαίτερα των κρατών-μελών της μεσογειακής Ευρώπης, σε συνδυασμό με τη σταδιακή ύφεση που βαθαίνει στον πυρήνα των κρατών-μελών καθώς και με τις πρόσφατες εξελίξεις στη Γαλλία, έφερε στο επίκεντρο της Συνόδου Κορυφής του G8 και των ευρωπαϊκών οργάνων (τυπικών και άτυπων) το ζήτημα της ανάπτυξης και του επαναπροσδιορισμού των επιλογών, των στόχων και των προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στην πρόκληση αυτή περιθωριοποίησης της λιτότητας στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η Γερμανία και οι δορυφόροι της επικαλούνταν την εφαρμογή του δημοσιονομικού συμφώνου, αλλά το τελευταίο χρονικό διάστημα αναγνωρίζουν και την αναγκαιότητα της ανάπτυξης.

Ετσι, στην κατεύθυνση αυτή, η Ευρωπαϊκή Ενωση προετοιμάζει την αναπτυξιακή ατζέντα για την ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου 2012. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των δύο κύριων ρευμάτων σκέψης και πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ενωση υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες για το περιεχόμενο της ανάπτυξης στην Ευρώπη.

Η μία άποψη (η άποψη της Γερμανίας) θεωρεί ότι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης είναι η απελευθέρωση των αγορών και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας, η ταχύρρυθμη πρόοδος της δημοσιονομικής σταθερότητας και ο αυστηρός νομισματικός και δημοσιονομικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η άλλη άποψη (η άποψη της Γαλλίας) θεωρεί ότι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης είναι οι δημόσιες πολιτικές, η αύξηση των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδύσεων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η επιβράδυνση του ρυθμού προόδου της δημοσιονομικής σταθερότητας και ο αναπτυξιακός ρόλος της ΕΚΤ.

Με άλλα λόγια, η σύνθεση των δύο προαναφερθεισών αντιθετικών απόψεων διαμορφώνει ένα μείγμα πολιτικής με κύρια χαρακτηριστικά: α) τη δημοσιονομική πειθαρχία, β) τις επενδύσεις με χρηματοδότηση από τα ομόλογα ανάπτυξης, έργων και υποδομών και γ) τις διαρθρωτικές αλλαγές (απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και του κοινωνικού κράτους).

Ωστόσο το ερώτημα που τίθεται είναι εάν είναι αντικειμενικά, οικονομικά και κοινωνικά δυνατή η σύζευξη ανάπτυξης και λιτότητας.

Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι η προσδοκία βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας (ανάπτυξη) στις χώρες κρίσης χρέους με «εσωτερική υποτίμηση» (λιτότητα) αποδείχθηκε αποτυχημένη, με αποτελέσματα την εμβάθυνση της ύφεσης, την αύξηση της ανεργίας, τη διακοπή της λειτουργίας μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, την αποεπένδυση κ.λπ. Παράλληλα, η χρηματοδότηση πραγματοποίησης έργων και υποδομών από τα διαρθρωτικά ταμεία και τα ομόλογα ανάπτυξης, ύψους μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ, δεν είναι ικανή να επιφέρει μια σοβαρή ανάκαμψη με σημαντικά πολλαπλασιαστικά κοινωνικοοικονομικά αποτελέσματα στην οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με ΑΕΠ 12,6 τρισ. ευρώ. Το ίδιο, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, με τη μείωση των κοινωνικών δαπανών (οι οποίες θεωρούνται ανασταλτικός παράγων της ανάπτυξης), επιβαρύνει το κόστος παραγωγής εξαιτίας της μη ύπαρξης δυνατότητας ικανοποίησης των εργασιακών και των κοινωνικών αναγκών.

Η λύση, επομένως, σε στρατηγικό επίπεδο συμπυκνώνεται στην καθαρή επιλογή της «ανάπτυξης και της απασχόλησης» ή σε εκείνη της «λιτότητας και της ανεργίας». Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να τονισθεί ότι όχι μόνο η επιλογή της «λιτότητας και της ανεργίας», αλλά και η συζητούμενη προοπτική των αμοιβαίων υποχωρήσεων και συμβιβασμών των δύο αναπτυξιακών επιλογών που προαναφέρθηκαν, επενδεδυμένων με το κέλυφος των αναγκαίων συγκλίσεων και των συναινέσεων, θα ενσταλάξουν στο εσωτερικό τους δομικές αντιφάσεις τέτοιου περιεχομένου και τέτοιας ποιότητας που θα αυξήσουν σε σημαντικό βαθμό τους κινδύνους αποτυχίας και αναποτελεσματικότητας της εφαρμοζόμενης αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής.

Ακριβώς στο πεδίο μιας τέτοιας επιλογής, συγκεχυμένης και αντιφατικής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, θα συντελεσθεί η αναμέτρηση δημοκρατίας και αγορών, η έκβαση της οποίας, μεταξύ των άλλων, συνηγορεί προς την κατεύθυνση της παράτασης της κυριαρχίας των αγορών με ό,τι αυτό (αρνητικά) συνεπάγεται για το πρότυπο ζωής και το βιοτικό επίπεδο των ευρωπαίων πολιτών.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής

του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ