Ζήσαμε μια ενδιαφέρουσα προεκλογική περίοδο με σχεδόν όλα τα κόμματα να είναι σε κάποιο βαθμό, μικρό ή μεγάλο, αντιμνημονιακά. Ολα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των πρώην μεγάλων του δικομματισμού, ευαγγελίζονται την απεμπλοκή, απαγκίστρωση, απαλλαγή από το Μνημόνιο – κάποια παρουσιάσθηκαν ως ρεαλιστικά και έβαλαν το προσδιοριστικό «σταδιακή» στη ρητορική τους. Αυτό που δεν ειπώθηκε καθαρά στους ψηφοφόρους είναι το τι μπορεί να σημαίνει και πώς μπορεί να σηματοδοτηθεί η πολυπόθητη απαλλαγή. Η φάρσα συνεχίζεται κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα έχει αρχίσει ήδη η προεκλογική περίοδος των επόμενων εκλογών, με την ίδια ασάφεια, πολυσημία και αοριστία της ρητορικής.

Η απεμπλοκή, απαγκίστρωση, απαλλαγή από το Μνημόνιο με ελληνική πρωτοβουλία προσδιορίζεται από μία από τις παρακάτω δύο εξελίξεις:

– Εξοδος της Ελλάδας στις επάρατες αγορές ώστε να δανείζεται αυτόνομα με εύλογα επιτόκια. Να δανείζεται όσο χρειάζεται για να αναχρηματοδοτεί το χρέος της και να καλύπτει τα όποια ελλείμματά της.

– Αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Ελλάδας προς την τρόικα, οπότε η στρόφιγγα χρηματοδότησης κλείνει και η χώρα οδηγείται, έπειτα από παύση πληρωμών προς τους όποιους δανειστές, σε άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από την ευρωζώνη.

Τα πράγματα είναι καθαρά για κόμματα όπως το ΚΚΕ ή η Χρυσή Αυγή που ευαγγελίζονται την επιθετική απεμπλοκή, δηλαδή την ηθελημένη αθέτηση των υποχρεώσεων – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θολώνουν όμως για όλα τα άλλα που υποτίθεται δεν θέλουν να θέσουν σε κίνδυνο την πορεία της χώρας στην Ευρώπη, αλλά την ίδια στιγμή υπόσχονται την απεμπλοκή από το Μνημόνιο.

Το Μνημόνιο 1 υποτίθεται ότι είχε σχεδιασθεί για να επιτύχει την έξοδο στις αγορές στις αρχές του 2012. Ηδη από το τέλος του 2010 ήταν σαφές πως ο στόχος ήταν ανέφικτος. Το Μνημόνιο 2 υποτίθεται ότι έχει σχεδιασθεί για να επιτύχει την έξοδο στις αγορές το 2015. Ηδη από το Eurogroup της 21/2 έχουν εκφρασθεί επιφυλάξεις για την επιτυχία του. Δόθηκαν όμως διαβεβαιώσεις για τη συνέχιση της στήριξης των εταίρων στο πρόγραμμα ανάταξης της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή, οι εταίροι μας είναι έτοιμοι για το Μνημόνιο 3. Απόλυτη επιτυχία των στόχων του Μνημονίου 2 σημαίνει ότι το 2015 ο προϋπολογισμός θα είναι πλεονασματικός και οι ανάγκες περιορίζονται στην αναχρηματοδότηση του χρέους. Μέχρι το 2020 στην αναχρηματοδότηση του παλιού χρέους που δεν διακανονίσθηκε με το PSI, από το 2020 στην αναχρηματοδότηση των χρεολυσίων των δανείων της τρόικας και από το 2023 των νέων ομολόγων που προέκυψαν από το PSI. Από αυτήν την εικόνα των μελλοντικών υποχρεώσεων της χώρας, καθίσταται σαφές ότι εάν η χώρα δεν καταφέρει να βγει αυτόνομα στις αγορές μέχρι το 2015 για να αναχρηματοδοτεί το χρέος της, η όποια ευρωπαϊκή της πορεία είναι συνδεδεμένη με αλλεπάλληλα Μνημόνια. Οσο περνάει ο χρόνος και η βοήθεια των εταίρων συνεχίζεται τόσο περισσότερο από το χρέος μεταφέρεται σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, δυσκολεύοντας την έξοδο στις αγορές. Οσο οξύμωρο κι αν ακούγεται εν μέσω αντιμνημονιακού ορυμαγδού, η εθνική ανεξαρτησία, ο σχεδιασμός της όποιας ανάπτυξης από τις ελληνικές πολιτικές δυνάμεις απαιτούν τη συντομότερη δυνατή έξοδο στις επάρατες αγορές.

Επανερχόμαστε, λοιπόν, στην προεκλογική και τη μετεκλογική ρητορική. Για την άμβλυνση των επιπτώσεων της πολιτικής του Μνημονίου, προτείνεται η επιμήκυνση της εφαρμογής του. Αναμφίβολα η πίεση προς τους πληττόμενους θα εκτονωθεί κάπως. Απαιτείται όμως η χρηματοδότηση της επιμήκυνσης, όχι μόνο των χρεολυσίων αλλά και των πρόσθετων πρωτογενών ελλειμμάτων. Ακόμη και εάν η χρηματοδότηση παρασχεθεί, αυτό σημαίνει ότι χωρίς «ένα δικό μας Μνημόνιο» με τις απαραίτητες ραγδαίες και ευρείες μεταρρυθμίσεις, τις ευρείες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις και κυρίως την απαρέγκλιτη εφαρμογή του, η σημερινή άμβλυνση των πιέσεων οδηγεί με βεβαιότητα σε δεκαετίες αλλεπάλληλων Μνημονίων – ή στην οικειοθελή αποχώρησή μας από την ευρωζώνη κάποια στιγμή στο μέλλον. Ομοίως, το περιώνυμο moratorium χρέους, πρακτικώς αδύνατον να γίνει αποδεκτό από τους πιστωτές μας, επιταχύνει τη μεταφορά του χρέους σε θεσμικούς δανειστές, επιβαρύνει το χρέος, καθιστά πρακτικώς αδύνατη την έξοδο στις αγορές και καταλήγει είτε σε δεκαετίες αλλεπάλληλων Μνημονίων είτε στην οικειοθελή έξοδό μας από την ευρωζώνη.

Τελικά, το μόνο που δεν συζητήθηκε κατά την προεκλογική περίοδο είναι το πραγματικό πρόβλημα με το Μνημόνιο. Οι λύσεις που δίνουν προσωρινή ανάσα στους πολίτες καταδικάζουν σε πολύχρονη παραμονή της οικονομίας στη μέγγενη μνημονιακών πολιτικών – ή στην έξοδο από το ευρώ. Αυτό που δεν αναδείχθηκε είναι η ανάγκη του «δικού μας Μνημονίου». Το πολιτικό προσωπικό όλων των αποχρώσεων ενδιαφέρεται μόνο για ποσοστά, έδρες και τη θέση του στα ερείπια της ελληνικής οικονομίας.

Ο Γιώργος Προκοπάκης είναι σύµβουλος επιχειρήσεων σε θέµατα οργάνωσης και διαχείρισης πληροφοριών