Ο ιταλός Πρωθυπουργός Μάριο Μόντι είχε την ευκαιρία να πει στην κ. Μέρκελ και μάλιστα στην έδρα της, το Βερολίνο, δύο απλές αλήθειες. Μία οικονομικού χαρακτήρα: ότι οι θυσίες που οι συμπατριώτες του αποδέχθηκαν δεν θα έχουν αποτέλεσμα, δεν θα επιτύχουν, αν η Ευρώπη, δηλαδή η Γερμανία, δεν αλλάξει πολιτική, δεν αποβάλει τη δυσανεξία της απέναντι σε αναπτυξιακού χαρακτήρα πολιτικές. Και μία αλήθεια πολιτικού χαρακτήρα: ότι η Γερμανία κινδυνεύει με μια έκρηξη αντιγερμανικών και αντιευρωπαϊκών αισθημάτων στον Νότο, ότι η επιβολή θυσιών δίχως ελπίδα στον ιταλικό λαό, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσει την πιο φιλοευρωπαϊκή χώρα της ηπείρου στα χέρια των δυνάμεων του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού.

Η παρρησία Μόντι επαινέθηκε πολύ στα μέρη μας. Και πολλοί ευχήθηκαν να έβρισκε μιμητές και μεταξύ της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Στο κάτω κάτω, όσα είπε ισχύουν διπλά και τρίδιπλα για εμάς. Για τη μικρή, ανοιχτή και εύθραυστη ελληνική οικονομία ισχύει, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για την ιταλική, πως αν το ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν αλλάξει η δίαιτα λιτότητας που επιβάλλει στον εαυτό της οδηγεί σε καταστροφή αντί εξυγίανσης. Και η ελληνική κοινωνία που υποφέρει για πέμπτο χρόνο τις συνέπειες της μακρότερης ύφεσης, για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, στη μεταπολεμική ιστορία, απειλείται, πολύ περισσότερο από την ιταλική, με παράδοση στις δυνάμεις του ξενοφοβικού λαϊκισμού, αν η μοιρασιά του κόστους της ευρωκρίσης συνεχίσει να γίνεται με τόσο ετεροβαρή και άδικο τρόπο.

Αλλά ο Μόντι μπορεί και τα λέει. Οχι μόνο επειδή διαθέτει προσωπικά υψηλό κύρος και εκπροσωπεί τη δεύτερη ισχυρότερη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης, το χρέος της οποίας, πάνω από δύο τρισ., μπορεί να τινάξει κυριολεκτικά στον αέρα την ευρω-οικονομία. Μα και επειδή εκπροσωπεί μια ισχυρή και συμπαγή κυβέρνηση, η ικανότητα της οποίας να τηρήσει το πρόγραμμά της δεν αμφισβητείται ούτε από το πολιτικό ημερολόγιο ούτε από τους υποστηρικτές της.

Για τον κ. Παπαδήμο, θα ήταν άδικο να κριθεί με μέτρο τον Μόντι. Η διαπραγματευτική δύναμη της κυβέρνησής του περιορίζεται, πρώτα απ’ όλα, από τον ίδιο της τον χαρακτήρα: εξακολουθεί να αποτελεί μια ασταθή συμμαχία, αβέβαιου χρονικού ορίζοντα, προϊόν ατελούς συγκόλλησης τριών απρόθυμων εταίρων, δίχως προγραμματική συμφωνία.

Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Είναι, επίσης, που η Ελλάδα, σε αντίθεση με την Ιταλία ή την Ισπανία, είναι εκτεθειμένη στην πίεση του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού του Βορρά, όπως τον εξέφρασε προχθές, για παράδειγμα, ένα ισχυρό κοινοβουλευτικό στέλεχος του κόμματος της κ. Μέρκελ, ο Μίκαελ Μάιστερ, με τις δηλώσεις του ότι τώρα πια «ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας από μια ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ είναι πολύ μικρότερος από όσο το 2010».

Και είναι προπάντων που και η σημερινή ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να βαρύνεται από το αμάρτημα της προκατόχου της – να αποδεχθεί πρόθυμα, αδιαμαρτύρητα, χωρίς διαπραγμάτευση σχεδόν, ένα πρόγραμμα βαριών υποχρεώσεων και στη συνέχεια να αποδειχθεί απρόθυμη ή αδύναμη να τις εφαρμόσει. Με αποτέλεσμα η χώρα να βυθίζεται σε μια καταστροφική ύφεση, η οικονομία να διαλύεται και η ανεργία να καλπάζει ενώ τα ελλείμματα παραμένουν αμείωτα• από το δημόσιο ταμείο, το 2011 των τόσων θυσιών, εξακολουθούν να λείπουν 23 δισ. και η διαπραγματευτική δύναμη της χώρας στο ευρωπαϊκό πεδίο εκμηδενίζεται.

Αν, λοιπόν, θα είχαμε κάτι να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση Παπαδήμου, θα ήταν, πρώτα απ’ όλα να αλλάξει το περιβάλλον της διαπραγμάτευσης. Για παράδειγμα: αντί οι υπουργοί της να παίξουν άλλον έναν γύρο κρυφτούλι με την τρόικα, που μας ξαναέρχεται, γύρω από ατελείς μεταρρυθμίσεις στις οποίες δεν πιστεύουν και τις οποίες ζητούν οι ξένοι αντί να προτείνουν οι ίδιοι, με αποτέλεσμα να μπαλώνονται μετά, με κύματα φορολογικών μέτρων και περικοπών στα εισοδήματα, οι αστοχίες μιας κακομαγειρεμένης συνταγής, να διαπραγματευτεί μαζί της, με βάση ένα δικό μας εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων.

Κι έπειτα θα μπορούμε κι εμείς να υψώνουμε φωνή για την αναγκαία αλλαγή στρατηγικής στην Ευρώπη – όπως ο Μόντι.