Κι αφού συζήτησαν για να συμφωνήσουν πως, αν και δεν συμφωνούν ακριβώς, εν ευθέτω χρόνω θα συμφωνήσουν, κι αφού αποφάσισαν πως δεν αποφασίζουν αλλά κάποια στιγμή θα αποφασίσουν, απεχώρησαν από το βήμα. Ή μάλλον όχι ακριβώς. Διότι, ενώ αποχωρούσαν, εκείνη, με τις κινήσεις της ακομπλεξάριστης κομψότητας που δεν ντρέπεται για την αγαρμποσύνη της, με το χαμόγελο της άγευστης μηλόπιτας, επέστρεψε στο μικρόφωνο για μια τελευταία κουβέντα.

Είχε αφήσει το ουσιώδες για το τέλος. Δεν ήταν δυνατόν να αποχωρήσει έχοντας ξεχάσει να δώσει συγχαρητήρια στον συμπατριώτη της που λίγο πριν, νεότατος ων, είχε κατακτήσει για δεύτερη φορά το παγκόσμιο πρωτάθλημα της Φόρμουλα 1.

Κι εκείνος, ο συνομιλητής της, που μπορεί να συζητούσε για τη σταθερότητα και τα κουρέματα των τεντιμπόηδων της Ευρώπης, όμως το μυαλό του αλληθώριζε προς τις προκριματικές εκλογές για τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών στην Γαλλία, εκείνος λοιπόν, γεμάτος ευρωπαϊκή κατανόηση, έμπλεος ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, της έσφιξε για μια ακόμη φορά το χέρι για να τη συγχαρεί. Μα και βέβαια δεν ήταν δυνατόν να μη μιλήσουμε γι’ αυτόν. Μα και βέβαια δεν ήταν δυνατόν να μη θυμηθούμε πως η Γερμανία, ή μάλλον, με συγχωρείτε, η Ευρώπη, μπορεί να αντιμετωπίζει διάφορα μικροπροβληματάκια, όμως δεν ξεχνάει ποτέ, μα ποτέ, την ουσία.

Ε ναι, αγαπητέ. Διότι το έργο το έχουμε ξαναδεί. Το ξαναείδαμε το 2005, όταν η ίδια Ευρώπη αποφάσισε να φτιάξει Σύνταγμα και συζητούσε, και αποφάσιζε πως θα αποφασίσει χωρίς να αποφασίζει, κι έτρεχε δεξιά κι αριστερά, τη μια στα Κοινοβούλια και την άλλη στις καθολικές ψηφοφορίες, για να μην κάνει στο τέλος τίποτε. Οπου αντί για Σύνταγμα, η Ευρώπη απέκτησε μερικές ακόμη συνθήκες που τις συνέταξαν οι ειδικοί για λογαριασμό των πολιτών της με σκοπό να τις εφαρμόσουν οι ίδιοι πάντα ειδικοί, πάντα για λογαριασμό των πολιτών της, εννοείται.

Τότε βέβαια δεν δώσαμε και πολλή σημασία. Με Σύνταγμα ή χωρίς Σύνταγμα, εμείς τη δουλειά μας την κάναμε. Εξάλλου δεν έγινε και τίποτε. Το Σύνταγμα που δεν το ψηφίσαμε χθες θα μπορούσαμε να το ψηφίσουμε αύριο. Και όσο έρρεεν άφθονος ο καμπανίτης οίνος, κανείς δεν είχε όρεξη να δει πως το ζήτημα δεν ήταν το Σύνταγμα, πως το Σύνταγμα που δεν έγινε ποτέ ήταν το τελευταίο οχυρό μιας Ευρώπης που είχε χάσει την ψυχή της, μιας Ευρώπης που ετοιμαζόταν να εξοκείλει στα αβαθή των λογαριασμών και των επιτοκίων.

Μα είναι δυνατόν η Ευρώπη να ανήκει σε αυτά τα ανθρωπάκια; Είναι δυνατόν την ευρωπαϊκή πολιτική να την ενσαρκώνουν αυτά τα δύο πλάσματα που το μόνο που λένε είναι «εγώ δεν είδα τίποτε απ’ τη σκηνή του φόνου;». Κι εμείς να ελπίζουμε πως κάποια στιγμή, όπως ο εισαγγελέας στις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ, αυτή η Ευρώπη θα δείξει πως έχει ψυχή; Και πως αν την έκρυβε ώς τώρα αυτό γινόταν καθαρά για λόγους σεμνότητας.