Οι 11.000 κενές θέσεις σε συνδυασμό με τους χιλιάδες νέους που θα βρεθούν και φέτος εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναδεικνύουν τον παραλογισμό αλλά και την υποκρισία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Από τη μια, δηλαδή, υπάρχουν σχολές που κινδυνεύουν να μη λειτουργήσουν λόγω μεγάλου αριθμού κενών θέσεων. Κι από την άλλη, υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που, ενώ επιθυμούν να σπουδάσουν σε δημόσιες σχολές, στέλνονται υποχρεωτικά στα λογής λογής ιδιωτικών συμφερόντων αδιαβάθμητα κολέγια. Τα οποία μάλιστα σύντομα θα αναγνωριστούν ως ισότιμα των δημόσιων πανεπιστημίων. Οι σημερινοί δηλαδή κομμένοι του «αξιοκρατικού» συστήματος των εισαγωγικών εξετάσεων έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν όποιο πτυχίο επιθυμούν, χωρίς βαθμολογικά όρια και περιορισμούς, από τις εκπαιδευτικές επιχειρήσεις.

Και όλα αυτά γιατί σ΄ ένα σύστημα κατατακτήριων εξετάσεων προστέθηκε αυθαίρετα ένα κατώτατο βαθμολογικό όριο εισαγωγής. Το οποίο θα είχε νόημα μόνο στις περιπτώσεις που οι εξετάσεις θα μπορούσαν να διαπιστώσουν τον βαθμό γνωστικής επάρκειας σε στοχευμένα μάλιστα γνωστικά αντικείμενα. Όπως συμβαίνει κατά τη διάρκεια των σπουδών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπου γίνεται προσπάθεια η βαθμολογική βάση να αντιστοιχεί σε γνώση του 50% της ύλης του εξεταζόμενου μαθήματος. Αν αυτό θέλαμε να συμβαίνει και στις εισαγωγικές εξετάσεις, τότε θα έπρεπε τα θέματα να είναι διαφοροποιημένα ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε επιστημονικής περιοχής. Πράγμα το οποίο θα σήμαινε ότι τα θέματα φυσικής, για παράδειγμα, θα έπρεπε να είναι διαφορετικά για τις σχολές φυσικής, αρχιτεκτόνων μηχανικών και τεχνολόγων μηχανικών αυτοκινήτων.

Ενώ λοιπόν η πραγματική επιδίωξη του μέτρου της βαθμολογικής βάσης είναι η τεχνητή ενίσχυση της ιδιωτικής παιδείας, με την υποχρεωτική μεταφορά πελατείας από δημόσιες σε ιδιωτικές σχολές, αυτό που προβάλλεται, και δυστυχώς με επιτυχία, είναι η αξιοκρατία μέσω της αυστηροποίησης του εξεταστικού συστήματος.

Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ.