ΟΣΟΙ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ περίμεναν ότι οι οργανωτικές αλλαγές θα οδηγούσαν σε σταθερή ανάκαμψη τα νούμερα των δημοσκοπήσεων έχουν απογοητευθεί. Η απογοήτευση φέρνει εκνευρισμό, ο εκνευρισμός, γκρίνια και η γκρίνια, μιζέρια που εκδηλώνεται συνήθως με εσωτερική αναζήτηση «υπαιτίων». Η υποταγή σ΄ αυτή την αρνητική ψυχολογική σπείρα, είναι η ασφαλέστερη οδός για να χαθούν εκ των προτέρων οι εκλογές, οψέποτε γίνουν.

Και θα ήταν κρίμα, τη στιγμή ακριβώς που το ΠΑΣΟΚ ετοιμάζεται να παρουσιάσει το κυβερνητικό του πρόγραμμα, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ευσύνοπτο, συνεκτικό και κοστολογημένο, με σαφές στίγμα σύγχρονης κεντροαριστεράς αλλά χωρίς μηχανική μεταφορά ξένων μοντέλων (δηλαδή πέραν της πολιτικής «καραόκε», κατά την έκφραση της Άννας Διαμαντοπούλου στο βιβλίο της «Έξυπνη Ελλάδα»). Το ζήτημα, όμως, για το ΠΑΣΟΚ είναι να μη διαχειριστεί το πρόγραμμα σπασμωδικά, σαν το τελευταίο του χαρτί, αλλά να οργανώσει γύρω απ΄ αυτό μιαν ολόκληρη παρτίδα. Στο διάστημα μέχρι τις εκλογές, που δεν βρίσκονται προ των πυλών, το ΠΑΣΟΚ χρειάζεται να αναλάβει και να διατηρήσει την πρωτοβουλία του πολιτικού λόγου. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο σε συγχρονισμό με την πολιτική και κοινωνική ατζέντα, την οποία δεν ορίζει, βέβαια, η αντιπολίτευση.

Εδώ, στις αμέσως επόμενες εβδομάδες, στο μέτωπο της Παιδείας, εμφανίζεται η μεγαλύτερη πρόκληση. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να συνδέσει πειστικά τις θέσεις του για την εκπαίδευση με τη στάση του απέναντι στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Αν μέσα από την ανάπτυξη του προγράμματος, αναδειχθούν ουσιαστικές αντιθέσεις με τη Ν.Δ., αυτό συνιστά επαρκή λόγο για να μη συναινέσει, κατοχυρώνοντας την απαίτηση των 180 ψήφων για την ενδεχόμενη αναθεώρηση από την επόμενη Βουλή.

Διότι η αντίθεση ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. θα είναι, σε κάθε περίπτωση, πολιτικά ασύμμετρη: Αν το ΠΑΣΟΚ γίνει αύριο κυβέρνηση, θα μπορεί να προτείνει μια αναθεώρηση την οποία η Ν.Δ. δεν θα μπορεί να απορρίψει. Αν παραμείνει αντιπολίτευση, θα μπορεί να αποτρέψει μια «νεοφιλελεύθερη» συνταγματική στροφή.

Βέβαια, για να υποστηριχθεί μια τέτοια γραμμή απαιτείται στρατηγική που να βλέπει μακριά, ώς το τέλος μιας μεγάλης παρτίδας.