Κάθε φορά που η Εκκλησία της Ελλάδος αντιμάχεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο,

τότε ακριβώς και μόνον τότε είναι που η Εκκλησία της Ρωσίας προσεγγίζει την

ελλαδική ομόλογό της. Για πρώτη φορά σημειώθηκε παρόμοια εκλεκτική συγγένεια

στη χουντική επταετία με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ο οποίος αντιπαρατάχθηκε

στο Φανάρι και προσήγγισε τη Μόσχα. H πτώση του προκαθημένου της

εκκλησιαστικής δικτατορίας το 1973 συνέβη με αφορμή την παραβίαση της Πράξεως

του 1928 που καταδικάσθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλάζοντας έτσι

τη σύνθεση της Συνόδου και αναγκάζοντας τον Ιερώνυμο σε παραίτηση, διότι έχασε

τον έλεγχο της συνοδικής πλειοψηφίας που τον υποστήριζε.

H επίσκεψη του σημερινού Προκαθημένου των Αθηνών στη Ρωσία προ πολλού καιρού

έδωσε την ευκαιρία να γίνει λόγος για «ελληνορωσικό άξονα», υπονοώντας την

αντιπαράθεση ελλαδιτών και ρωσοφώνων απέναντι στο Φανάρι. Το Πατριαρχείο

Μόσχας, διεκδικώντας την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδοξίας και αναβιώνοντας τον

αλήστου μνήμης τσαρικό μεγαλοϊδεατισμό με τη θεωρία περί «Μόσχας ως Τρίτης

Ρώμης», υπονόμευε τη λειτουργία της πανορθόδοξης συνόδου, της «Αγίας και

Μεγάλης Συνόδου», που από δεκαετίες προετοιμάζεται στη Γενεύη, υπέσκαψε την

Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας, δημιούργησε ζητήματα στην Εκκλησία της

Ουκρανίας και προκάλεσε τη διακοπή της κοινωνίας του Οικουμενικού Πατριάρχη με

τον Ρώσο Προκαθήμενο.

O Αρχιεπίσκοπος Αθηνών επαναλαμβάνει την εκκλησιαστική πολιτική τού προκατόχου

του Ιερωνύμου και ακολουθεί τα ίχνη του Πατριάρχη Μόσχας στην αμφισβήτηση του

Φαναρίου. Δεν γνωρίζουμε εάν η Ιστορία επαναλαμβάνεται ή αν διδάσκει κατιτί.

Γεγονός πάντως είναι ότι ο θρυλούμενος «ελληνορωσικός άξονας» είναι ένα πρώτης

τάξεως λάθος για πάμπολλους λόγους.

Καταλύεται η κανονική τάξη της Εκκλησίας, που σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση

θέλει τον Οικουμενικό Πατριάρχη «πρώτον τη τάξει» και «πρώτον μεταξύ ίσων»

(primus inter pares) για λόγους ιστορικής αρχαιότητας, αφού η

Κωνσταντινούπολις ως Νέα Ρώμη διαδέχθηκε την Πρεσβυτέρα Ρώμη στην

πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας μετά το Σχίσμα (1054). Το ρωσικό Πατριαρχείο και

οποιοδήποτε άλλο Πατριαρχείο ή αυτοκέφαλη Εκκλησία δεν νομιμοποιείται να

διεκδικεί πρωτείο τιμής που ανήκει ιστορικά και κανονικά στο Φανάρι κατ’

αποκλειστικότητα.

Μοιάζει οξύμωρο και είναι τραγική ειρωνεία Έλληνες να βάλλουν εναντίον

Ελλήνων, οι ελλαδίτες των Αθηνών σε αγαστή σύμπνοια με τους ομοδόξους Ρώσους

κατά των ομοδόξων και ομοεθνών της Πόλεως, αν και είθισται «εξ οικείων τα

βέλη» ή κατά το Ευαγγέλιο «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματ. 10,

36). Μετά τριάντα χρόνια επαναλαμβάνεται στην Ελλαδική Εκκλησία το ίδιο

ατόπημα. Εάν θα έχει παρόμοια έκβαση παραμένει άγνωστο και είναι οπωσδήποτε

απευκταίο.

Με τον «ελληνορωσικό άξονα» Αθηνών – Μόσχας πριμοδοτείται ο τσαρικός

μεγαλοϊδεατισμός και ο ρωσικός επεκτατισμός που τρομάζει τις βαλκανικές

Εκκλησίες (Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας), οι οποίες έχουν δοκιμάσει στο

πετσί τους και έχουν επανειλημμένως αποδοκιμάσει τόσο τον σοβιετικό όσο και

τον ρωσικό ιμπεριαλισμό στον 20ό αιώνα. Άλλωστε η επάρατος εκδοχή Ορθοδοξίας

που ισοδυναμεί με τον ισλαμιστικό κίνδυνο κατά το θεώρημα της «σύγκρουσης των

πολιτισμών» αναφέρεται κυρίως – αν όχι αποκλειστικά – στη Ρωσική Εκκλησία και

δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνει την ελληνόφωνη Ορθοδοξία. H Αθήνα κλίνει προς

τη Μόσχα, δείχνοντας την προτίμησή της για μια επιθετική, συγκρουσιακή,

επεκτατική και μεγαλοϊδεατική Ορθοδοξία. Κάτι τέτοιο είναι μια τάση θεολογικά

ανορθόδοξη, ιστορικά ασύμφορη και διεθνοπολιτικά επιζήμια.

Ελπίζουμε ότι εγκαίρως θα γίνει αντιληπτό εκ μέρους των Αθηνών ότι μια τέτοια

εκκλησιαστική πολιτική σπέρνει ανέμους και θερίζει θύελλες. Ευχόμαστε οι

συγγένειες να είναι εκλεκτές και όχι εκλεκτικές, δηλαδή αποκλειστικές και

διχαστικές. Και αυτό, για το καλό όλων ανεξαιρέτως…

Ο Μάριος Μπέγζος είναι καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας

στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.