Κάθε φορά που επιστρέφω στη Βαγδάτη, είναι το ίδιο – είναι σαν να βρίσκω ένα

ξυράφι μέσα σε μια σοκολάτα. Τη στιγμή που αρχίζεις να πιστεύεις ότι

πραγματικά μπορεί να λειτουργήσει το «νέο Ιράκ», εκείνη ακριβώς τη στιγμή σού

έρχεται η απόδειξη ότι πρόκειται για το ίδιο Ιράκ που ήξερες, απλώς λίγο

χειρότερο απ’ ό,τι ήταν τον περασμένο μήνα.

Στα σύνορα χθες το πρωί όλοι μού χαμογελούσαν. Ο έλεγχος των διαβατηρίων, μου

είπαν, θα τελειώσει σε λίγα λεπτά. Αλλά για επίσπευσή του θα βοηθούσαν δέκα

δολάρια. Πράγματι βοήθησαν. Αυτό έκαναν και επί Σαντάμ, απλώς τότε ήταν

υψηλότερη η ταρίφα. Βέβαια, σύντομα θα φτάσουμε στο ύψος της παλιάς ταρίφας.

Επίσης, η βομβαρδισμένη γέφυρα στον αυτοκινητόδρομο της Βαγδάτης έχει

επιδιορθωθεί, παρ’ ό,τι ο ιδιοκτήτης τής κατασκευαστικής εταιρείας που είχε

αναλάβει το έργο δολοφονήθηκε πριν από πέντε εβδομάδες.

H Βαγδάτη είναι κίτρινη και γκρίζα και με θλίψη βλέπω περισσότερους τοίχους

από την περασμένη φορά. Οι ογκώδεις τσιμεντένιοι τοίχοι γύρω από το αρχηγείο

του Πολ Μπρέμερ, τα ξενοδοχεία όπου μένουν οι Δυτικοί και τα μέλη του Ιρακινού

Κυβερνητικού Συμβουλίου, καθώς και τα στρατόπεδα των Αμερικανών στρατιωτών ήδη

υπήρχαν. Τώρα, όμως, τεράστιοι τσιμεντένιοι τοίχοι έχουν ορθωθεί γύρω από τα

νέα κυβερνητικά υπουργεία. Και αλίμονο σε εκείνους τους Ιρακινούς, ακόμα και

στις γυναίκες, που εργάζονται για τους Αμερικανούς ως μεταφραστές και δεν

συμμορφώνονται με τις προειδοποιήσεις περί «συνεργασίας». Τρεις απ’ αυτούς –

όλοι τους μεταφραστές – αγνόησαν τις απειλές και δολοφονήθηκαν.

Από το μπαλκόνι μου παρακολουθώ τέσσερις άθλιους Ιρακινούς από την «Πολιτική

Άμυνα» που περιπολούν τον δρόμο από κάτω. Οι στολές τους δεν είναι στο νούμερό

τους. Δύο απ’ αυτούς φοράνε τις μπλούζες παραλλαγής που φορούσαν οι Αμερικανοί

στην έρημο πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, ο ένας είναι κουτσός. Κρατούν τα

όπλα τους κοιτάζοντας γύρω τους με απλανή βλέμματα.

Σε ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, στο οποίο μόνο η νέα τάξη των πλούσιων

Ιρακινών έχει αρκετά χρήματα να ψωνίσει, υπάρχει φρέσκο βούτυρο και τυρί από

τη Δανία, χυμοί φρούτων από την Αυστρία, εκατοντάδες μπουκάλια Περιέ,

εμφιαλωμένο νερό από την Ιορδανία. Και φυσικά υπάρχουν και πούρα πολυτελείας.

Το βράδυ ακούω τον ήχο πυροβολισμών πιο πέρα και μέσα στο σκοτάδι ακούω το

μπουμπουνητό δύο Αμερικανικών ελικοπτέρων. Καθώς κάθομαι και γράφω γι’ αυτόν

τον ακήρυκτο πόλεμο, χαίρομαι που δεν αγόρασα σοκολάτα από το εμπορικό κέντρο.