Δεν υπάρχει ούτε εκατοστό γαλάζιου στον ορίζοντα. Όλα γκρίζα και θολά,

φορτωμένα υγρασία, να σου σφίγγει το κεφάλι, να σου κατσαρώνει και τα μαλλιά.

Το ωραίο χτένισμα, που σαν να έγινε για άλλο πρόσωπο. Μα κι αυτό το πρόσωπο,

πώς κάτσιασε έτσι; Χλωμό, ή μάλλον σαν καφετί, να προδίνει κραυγαλέα την

προέλευσή του. Που ξεκίνησε φρέσκο την ημέρα του, αξιοθαύμαστο. Σαν να ήταν να

βγει σε ονομαστές πλατείες. Για μέρη με ποτάμια και πέτρινες γέφυρες σαν να

έφευγε. Για λεωφόρους με φωτογράφους στημένους σε κάθε γωνία, να σημαδεύουν

τις κομψές παρουσίες. Για λικνιστικό περπάτημα κάτω από δενδροστοιχίες, για

ένα καφεδάκι σε καρέκλες ψάθινες εποχής ή βελουδένιες, για χάζεμα σε

μητροπόλεις που δεν σε κατακεραυνώνουν.

Σαν κάθε μέρα, καλύτερα τα κορίτσια από τη σκηνογραφία τους, σκάλες ανώτερα

και τα αγόρια από το δομημένο περιβάλλον. Ο Θεός να το κάνει δομημένο. Αλλά οι

νέοι του κάτοικοι το τιμούν, ντύνονται, στολίζονται, και βγαίνουν έξω σαν να

προορίζονται για κάτι άλλο, πιο σεβαστικό και πιο μεγάλο. Δεν χάνουν την πίστη

τους εύκολα οι νέοι, δεν παραδίνονται στην κούραση και στον συμβιβασμό με την

ασχήμια. Κάθε μέρα αγωνίζονται για την καλύτερη δυνατή εμφάνιση σε μια πόλη

που δεν ανταποκρίνεται στις προσπάθειές τους. Και σαν να μη φτάνει αυτό,

ορίστε αυτή η άρρωστη υγρασία, τα σωματίδια φορτωμένα μόλυνση που μας διαλύουν

όλους σε γκρίζα ομοιομορφία. Και καταρρέουν οι μπούκλες κουρασμένες,

σακουλιάζουν πρόωρα τα μάτια, εξαφανίζονται τα ρουζ και τα λιπ-γκλος,

καλύπτονται τα μανόν και τα φούξια από την ίδια σκόνη. Τα σωματίδια έχουν

τσακίσει τα σώματα αυτές τις μέρες.