Κυριακή βράδυ, ο σταθμός που ακούν τα παιδιά μου παίζει μια μονότονη

επαναστατική ραπ. Στα ελληνικά. «Τι άτυχος γαμώτο μου να μην προλάβω τη

χούντα», τραγουδάει ο νεαρός λαχανιασμένα. Πόσες και πόσες φορές το λένε πια

αυτό νεώτεροι και νεώτατοι. Τι άτυχοι να μην προλάβουν τη χούντα. Διότι είχε

ένταση η ζωή επί χούντας, νομίζουν. Κανείς δεν τους έχει μιλήσει για τη μεγάλη

πλήξη της χούντας. Για την τεράστια βαρεμάρα, τη φριχτή αναγκαστική ακινησία,

την εποχή που στην Ευρώπη η νεολαία ζούσε τα πιο δυνατά κινήματα, την πιο

πλούσια εποχή της. Την πλήξη το Μάη του ’68 στην Αθήνα. Στο Παρίσι οι φοιτητές

γύριζαν τον κόσμο ανάποδα κι εμείς εδώ κάναμε γιορτές της Πολεμικής Αρετής των

Ελλήνων. Και τον Ιούνιο του ’68 και τον Μάη του ’69 και τον Μάη του ’70 και

τον Μάη του ’71 και τον Μάη του ’72, ακόμα και του ’73, όταν φαινόταν τόσο

ανίσχυρο κι αμφίβολο το φοιτητικό κίνημα, ή τον Μάη του ’74, όταν το μέλλον

φάνταζε μαύρο. Και τον Ιούνιο του ’69 και ούτω καθεξής, μήνες, μέρες και

χρόνια. Χωρίς αλληλεγγύη και φίλιες, γιατί υπήρχε φόβος και αποξένωση. Σιωπή

και υποψία και υποκρισία. Κάθε χρόνο όσοι μιλάνε για το Πολυτεχνείο,

σχεδιάζουν την εικόνα των εξαιρετικών ημερών της αντίστασης και παραλείπουν να

μιλήσουν για τις υπόλοιπες πολλές, μα πάρα πολλές και άδειες, βαρετές, φτωχές,

στερημένες μέρες. Μέρες που δεν επιστράφηκαν ποτέ, μέρες κλεμμένες από μια

συνταρακτική εποχή, θησαυρός που ληστεύτηκε. Τόσο τα μπέρδεψαν τα παιδιά με

την επαναστατική μυθολογία, που νομίζουν ότι είναι άτυχα επειδή δεν πρόλαβαν

τη χούντα!