«Θα ήθελα να μάθω αν εγκρίθηκε η αίτηση που υπέβαλα για στεγαστικό δάνειο»,

ρωτάει ο υποψήφιος δανειολήπτης τον τραπεζικό στεγαστικό του σύμβουλο.

«Μάλιστα, εγκρίθηκε», απαντά ο τελευταίος, «με ετήσιο επιτόκιο 4,5%

κυμαινόμενο».

«Μα, γνωστός μου που πήρε το ίδιο δάνειο από τη δική σας τράπεζα, χρεώνεται με

επιτόκιο 4,25%», ενίσταται ο δανειολήπτης.

«Κάθε πελάτης μας δανείζεται με ξεχωριστό επιτόκιο, ανάλογα με την

πιστοληπτική του ικανότητα», απαντά ο τραπεζικός υπάλληλος.

Η στιχομυθία είναι φανταστική. Σύντομα, όμως, θα αποτελεί πραγματικότητα,

καθώς, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, οι τράπεζες θα ορίζουν επιτόκια –

κοστούμια, κομμένα και ραμμένα στα μέτρα, τις ανάγκες και την πιστοληπτική

ικανότητα των πελατών τους. Με άλλα λόγια, οι υποψήφιοι δανειολήπτες με

υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα θα απολαμβάνουν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού

σε σχέση με τους δανειολήπτες που, σύμφωνα με την αξιολόγηση των τραπεζών, θα

εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο μη κανονικής εξυπηρέτησης των δανείων τους. Αυτό

θα γίνει εφικτό με τη δημιουργία της «λευκής λίστας» των δανειοληπτών ή αλλιώς

του «γραφείου πίστης» (credit bureau), η έναρξη λειτουργίας του οποίου

αναμένεται μέσα στο 2003.

Η «λευκή λίστα»

Σε πρώτη φάση, στη «λευκή λίστα» της διατραπεζικής υπηρεσίας πληροφοριών

Τειρεσίας θα περιλαμβάνονται, έπειτα από εξουσιοδότησή τους, όλοι οι

δανειολήπτες που έχουν πάρει καταναλωτικό, προσωπικό δάνειο ή διαθέτουν

πιστωτική κάρτα. Σε δεύτερη φάση θα εγγράφονται και όσοι έχουν λάβει

στεγαστικό δάνειο. Η λευκή λίστα θα δημιουργηθεί κατά τα πρότυπα των «γραφείων

πίστης» που λειτουργούν σε χώρες του εξωτερικού και από αυτή οι τράπεζες θα

πληροφορούνται το σύνολο των χρεών που βαρύνουν κάθε πελάτη που εμφανίζεται

στο γκισέ τους ζητώντας προσωπικό, καταναλωτικό, στεγαστικό δάνειο ή πιστωτική

κάρτα.

Με βάση αυτά τα στοιχεία, καθώς και στοιχεία όπως το ετήσιο εισόδημα του

δανειολήπτη, η ηλικία του, το επάγγελμα, τα χρόνια εργασίας στον ίδιο εργοδότη

και η κινητή και ακίνητη περιουσία του, οι τράπεζες θα βαθμολογούν την

πιστοληπτική του ικανότητα. Από αυτήν θα προκύπτει και το επιτόκιο με το οποίο

θα χρεώνεται ο δανειολήπτης για κάθε είδος δανείου.

Προσωπικά όρια

Προϋπόθεση για τη λειτουργία του γραφείου πίστης είναι και η απελευθέρωση της

καταναλωτικής πίστης στην Ελλάδα. Σήμερα, κάθε δανειολήπτης μπορεί να λάβει

εφάπαξ μόνο 3.000 ευρώ σε μετρητά με τη μορφή προσωπικού δανείου και

καταναλωτικό δάνειο, με δικαιολογητικά, μέχρι 25.000 ευρώ. «Με την

απελευθέρωση των ορίων καταναλωτικής πίστης θα μπορούμε να χορηγούμε όρια

πίστωσης ξεχωριστά για κάθε δανειολήπτη», εξηγεί στην «ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ« ο κ.

Δημήτρης Παυλάκης, διευθυντής Καταναλωτικής Πίστης της Εθνικής Τράπεζας.

«Σήμερα, κάθε κάτοχος πιστωτικής κάρτας έχει το δικό του πιστωτικό όριο. Με

την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης και τη δημιουργία της λευκής λίστας,

κάθε πελάτης θα διαθέτει το δικό του πιστωτικό όριο και στο καταναλωτικό ή

προσωπικό δάνειο». Η απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης αναμένεται να

οξύνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό μεταξύ των τραπεζών και να ωφελήσει

τους δανειολήπτες – και ιδιαίτερα τους καλοπληρωτές – οι οποίοι θα αποκτήσουν

μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα απέναντι στην τράπεζα, όταν η τελευταία

θα καθορίζει το ύψος του επιτοκίου αλλά και του πιστωτικού ορίου ενός δανείου.

Επιτόκιο που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης απολαμβάνουν, προς το παρόν, οι

επιχειρήσεις. Στην επιχειρηματική πίστη, κάθε εταιρεία δανείζεται για κεφάλαια

κίνησης και επαγγελματικό εξοπλισμό με βάση το επιτόκιο της διατραπεζικής, το

οποίο προσαυξάνεται με ένα περιθώριο που είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Το

ύψος του περιθωρίου αυτού εξαρτάται από την πιστοληπτική ικανότητα της

επιχείρησης, αλλά και τους στόχους κάθε τράπεζας.

Πρώτη γεύση

Μια πρώτη γεύση από διαπραγματευόμενο επιτόκιο στη λιανική τραπεζική έχουν

πάρει ήδη οι πελάτες ορισμένων τραπεζών. Για παράδειγμα, η Εθνική Τράπεζα

προσφέρει στους «καλούς» πελάτες της τη δυνατότητα χορήγησης στεγαστικού

δανείου με διαπραγματεύσιμο επιτόκιο. Συγκεκριμένα, το επιτόκιο εξαρτάται από

το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σήμερα

3,25%), το οποίο προσαυξάνεται με ένα περιθώριο 1,5 έως 3 ποσοστιαίες μονάδες,

ανάλογα με την πιστοληπτική ικανότητα του πελάτη.