Εικόνα καταστροφής. Κατεστραμμένα αυτοκίνητα, ζημιές σε σπίτια. Η διαμάχη

μεταξύ συμμοριών, στον πόλεμο της νύχτας, προκάλεσε τον πανικό σε κατοίκους

των νοτίων προαστίων

Δεκαέξι οργανωμένες συμμορίες 300 μπράβων έχουν χωρίσει την Αττική σε ζώνες

επιρροής, λυμαίνονται νυχτερινά κέντρα, καφετέριες, εστιατόρια και έχουν

επεκταθεί ακόμα και σε καταστήματα και περίπτερα.

Γεροδεμένοι μπράβοι “φουσκωτοί”, πιστολέρο με επικεφαλής τον “αρχινονό” της

συμμορίας. Ξυλοδαρμοί, απειλές, επιθέσεις σε καταστήματα και το “μεγάλο

φαγοπότι” αρχίζει.

Η ταρίφα για τα μικρά μαγαζιά κυμαίνεται από 50.000 δρχ. έως 100.000 δρχ. τον

μήνα και ο “κεφαλικός φόρος” για τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα φθάνει το

1.000.000 δρχ. τον μήνα.

Εξορμήσεις και ναρκωτικά

Επιχείρηση-προστασία, εκβιασμοί. Οργανωμένες συμμορίες μπράβων και

“μικρομάγαζα” για δουλειές της αρπαχτής. Νυχτερινές εξορμήσεις σε κέντρα

διασκέδασης που αποτελούν και το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, και τα

τελευταία χρόνια διεύρυνση του κύκλου εργασιών και σε επιχειρήσεις της ημέρας,

όπως εκθέσεις αυτοκινήτων και καταστήματα.

Οι “εταιρείες” των μπράβων αναλαμβάνουν πλέον καθε είδους υπηρεσία, όπως

ξεκαθαρίσματα οικονομικών διαφορών, άγριο “στρίμωγμα” για την εξόφληση χρεών,

ακόμη και ξυλοδαρμούς για προσωπικές διαφορές.

Ένας χορός εκατομμυρίων, ένας ανυπολόγιστος τζίρος, που ξεκινά από την

“προστασία” νυχτερινών κέντρων και άλλων καταστημάτων, εκβιασμούς για

ξεκαθάρισμα διαφορών, και φθάνει μέχρι τη διακίνηση ναρκωτικών και κάθε είδους

σκοτεινή δραστηριότητα.

Πεδίο δράσης των συμμοριών, που πλέον ελέγχουν τη νυχτερινή ζωή, όλο το

λεκανοπέδιο.

Από την πλούσια νυχτερινή αγορά της Παραλιακής μέχρι το Πόρτο Ράφτη, τον Ωρωπό

και το καλοκαίρι στα κοσμικά νησιά.

Έλληνες αρχινονοί

Η “προστασία”, η κατεξοχήν μορφή οργανωμένου εγκλήματος στη χώρα μας,

παραμένει σε ελληνικά χέρια. Έλληνες αρχινονοί εξακολουθούν να ελέγχουν τον

χώρο και τα περιθώρια διείσδυσης αλλοδαπών με δικές τους συμμορίες είναι

ελάχιστα.

Ο «Τσέλιγκας». Με 10 σφαίρες οι εκτελεστές δολοφόνησαν τον Γιάννη

Σωτηρόπουλο, γνωστό στην πιάτσα ως «Τσέλιγκα». Στον κόσμο της νύχτας οι

λογαριασμοί σφραγίζονται με αίμα

Τα μέλη των συμμοριών είναι καλογυμνασμένοι νεαροί που έχουν κυρίως

στρατολογηθεί από γυμναστήρια. Τα δύο τελευταία χρόνια οι αρχηγοί των

συμμοριών απασχολούν και αλλοδαπούς, κυρίως Αλβανούς, μόνο σαν “πιστολάδες”

για τις βοηθητικές δουλειές της συμμορίας. Πρόσφατα στη νύχτα μπήκε και…

“άρωμα γυναίκας”. Πρωταθλήτρια στο κικ μπόξινγκ και “νονά της νύχτας” σύμφωνα

με την κατηγορία.

Μέλος, όπως κατηγορήθηκε, σε συμμορία εκβιαστών που δραστηριοποιείτο στη

νυχτερινή ζώνη της περιοχής του Χίλτον και για πρώτη φορά στους φακέλους της

Υπηρεσίας Δίωξης Εκβιαστών καταχωρήθηκε και το όνομα μιας γυναίκας.

Οι άγριες βεντέτες, που σημάδεψαν τη νύχτα στις αρχές της δεκαετίας του 1990

και άφησαν πίσω τους νεκρούς, έφεραν στην επιφάνεια το μεγάλο πρόβλημα της

“προστασίας”.

Ο πόλεμος στη νύχτα οδήγησε τις Αρχές να οργανωθούν για τη αντιμετώπιση του

προβλήματος και το 1992 ιδρύθηκε στην Ασφάλεια η ειδική Υπηρεσία Δίωξης

Εκβιαστών.

600 συλλήψεις

Από τις επιχειρήσεις της έχουν συλληφθεί μέχρι σήμερα 600 άτομα, εκ των οποίων

οι 60 ήταν μπράβοι-μέλη συμμοριών, οι 250 ήταν πιστολέρο και παραπέμφθηκαν για

παράνομη οπλοφορία και οι υπόλοιποι ήταν “ερασιτέχνες” που έκαναν σποραδικά

εκβιασμούς για προσωπικά ή οικονομικά ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Με εξαίρεση

τη μεγάλη βεντέτα που είχε ξεσπάσει πέρυσι στα νότια προάστια, οι αρχηγοί των

συμμοριών φαίνεται ότι τα έχουν βρει μεταξύ τους, στις καθορισμένες ζώνες

επιρροής.

Η «γεωγραφία» του φόβου

Από πληροφορίες, στον χώρο της προστασίας δραστηριοποιούνται 16 μεγάλες

συμμορίες οι οποίες έχουν χωρίσει τις περιοχές ελέγχου και τα κέντρα

διασκέδασης που προστατεύουν ως εξής:

* Πειραιάς, κομμάτι της Παραλιακής, Καλλιθέα, Αγία Παρασκευή, Χαλάνδρι, Νέα

Μάκρη και Πόρτο Ράφτη.

*Χαλάνδρι, Περιστέρι, Ιερά Οδός, Ελευσίνα, Μέγαρα.

*Περιστέρι, Μπουρνάζι, Κολωνάκι, κέντρο Αθήνας.

– Τμήμα του Πειραιά, Ζωγράφου, Κυψέλη, Κόρινθος, Λουτράκι.

*Κυψέλη, Πατήσια, Αχαρνών, Νέα Φιλαδέλφεια.

*Παραλιακή, Νέα Σμύρνη, Συγγρού, Παλαιό Φάληρο.

*Ψυρή, Πετράλωνα, Θησείο.

*Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, Γλυφάδα, Ν. Σμύρνη, Δάφνη και Βύρωνας.

*Νίκαια, Κερατσίνι, Κόρινθος, Κιάτο, Ξυλόκαστρο, Λουτράκι.

*Αχαρνών, Κολωνός, Περιστέρι, Εξάρχεια.

*Αγία Παρασκευή, Λούτσα, Ραφήνα, Παλλήνη.

*Παραλιακή, Βάρη, Βάρκιζα.

*Συγγρού, Καλλιθέα, Μοσχάτο, Ταύρος.

*Νίκαια, Πειραιάς.

Στις “γουέστ σάιντ στόρις” της δυτικής όχθης της Αττικής, και ειδικότερα

στο Μενίδι, δραστηριοποιούνται και δύο-τρεις συμμορίες Ρώσων πιστολέρο. Ο

κύριος τομέας δράσης τους είναι το λαθρεμπόριο όπλων, η πορνεία και ο έλεγχος

της γούνας, ενώ σαν πάρεργο έχουν τον έλεγχο και κάποιων μαγαζιών της

περιοχής.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

«Έστω, 50 κάθε εβδομάδα, καλά είναι»

Άγρια βεντέτα. Σε πεδίο μάχης μετετράπησαν δρόμοι των νοτίων προαστίων και

πολίτες που έτυχε να βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα κινδύνευσαν, από δολοφονικές

ενέδρες και βομβιστικές επιθέσεις σε παγιδευμένα αυτοκίνητα, που εξαπέλυσαν

συμμορίες μπράβων για να ξεκαθαρίσουν τα «γραμμάτια»

΄Ηταν περίπου δέκα το βράδυ. Στο μαγαζί (μία ντισκοτέκ στο Μπουρνάζι) τρεις

νεαροί κάθησαν σε μια γωνία. Παρήγγειλαν από ένα ποτό. Πέρα από το γεγονός ότι

ήταν αρκετά σωματώδεις, δεν είχαν καμία συμπεριφορά περίεργη ώστε να τους

προσέξεις. Έπειτα από μισή ώρα περίπου, ένας από αυτούς με πλησίασε: “Ωραίο το

μαγαζί. Φαντάζομαι ότι κάποιος θα σας προστατεύει”, ρώτησε. Δεν κατάλαβα τι

ήθελε να μου πει. Νόμισα ότι ήθελε να με πλησιάσει ως γυναίκα. “Καταλαβαίνω τι

λέτε. Δεν έχω κανέναν προστάτη”. Χαμογέλασε. Με πλησίασε πιο πολύ. “Εμείς με

15 χιλιάδες την ημέρα θα σου λύσουμε όλα τα προβλήματα”. Αντέδρασα. “Δεν έχω

κανένα πρόβλημα και δεν δίνω τίποτα”. Παρέμεινε ήρεμος. “Σκέψου το λίγο και θα

ξαναπεράσουμε”».

Η κυρία Κατερίνα, η ιδιοκτήτρια της ντισκοτέκ, μιλάει και κοιτάζει συνεχώς

γύρω της. «Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται μ’ αυτούς». Πέρασε μία εβδομάδα. Και δεν

είχε φανεί κανείς. «Ήταν Παρασκευή, περίπου μεσάνυχτα. Ήταν τρεις. Κάθησαν σε

ένα τραπέζι κοντά στο μπαρ. Ήταν προκλητικοί με τους άλλους θαμώνες. Πείραζαν

κάτι νεαρούς. Ενοχλούσαν τα κορίτσια που τους συνόδευαν. Αναγκάστηκα να πάω

κοντά τους. Ο επικεφαλής, χωρίς πολλά πολλά, με ρώτησε αν είχα αποφασίσει.

Προσπάθησα να τους δώσω να καταλάβουν ότι ήμουν αποφασισμένη να αντισταθώ.

“Απο ‘κεί και πέρα ό,τι και αν συμβεί θα φταις εσύ”, είπαν και έφυγαν.

Άρχισα να προβληματίζομαι. Η πρώτη κίνηση ήταν να βρω πάρκινγκ για να ασφαλίσω

το αυτοκίνητό μου. Όμως ακούγοντας τι γινόταν γύρω μου, άρχισα να σκέφτομαι να

πληρώσω. Συζήτησα το θέμα με έναν φίλο μου επιχειρηματία. Για Αστυνομία ούτε

λόγος, αν και στην αρχή σκέφτηκα να καταγγείλω το περιστατικό».

Φοβόμουν

Η ιδιοκτήτρια της ντισκοτέκ, όπως λέει, αρκετές φορές, αποφάσισε να δώσει

δυναμική λύση στο πρόβλημα. Είχε φίλους που μπορούσαν να την προστατέψουν. «Θα

μπορούσα να απαντήσω με τον ίδιο τρόπο. Όμως ως επιχειρηματίας δεν μπορούσα να

ρισκάρω έναν καβγά στο μαγαζί. Ή κάποια αντίποινα. Μπορεί να τραυμάτιζαν

κάποιον πελάτη, κάτι που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση. Θα μπορούσαν να μου

κάψουν το αυτοκίνητο, αλλά και το ίδιο το μαγαζί. Όπως και να ‘χε, είχα μπει

πλέον σε μια άλλη λογική. Φοβόμουν. Περπατούσα και κοιτούσα πίσω μου. Ούτε τα

παιδιά μου δεν άφηνα μόνα τους. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Με όσους το

συζητούσα άκρη δεν έβγαζα. Άλλοι μου έλεγαν να προσέχω μη μου πετάξουν τίποτε

νακρωτικά στο αυτοκίνητο, το μαγαζί. Βλέπετε έχουν φροντίσει όσοι ασχολούνται

με την προστασία να δημιουργούν τον δικό τους μύθο».

Στην ουσία, μέσα της είχε αποδεχτεί την πρόταση όσο παράλογη και αν ήταν. Το

μαγαζί πήγαινε καλά και αυτό ήταν το πιο σημαντικό το οποίο έπρεπε να

διασφαλίσει. «Την τρίτη φορά που ήρθαν, οι δύο κάθησαν στην πόρτα ανέκφραστοι.

Ο επικεφαλής με πλησίασε. “Λοιπόν; ” με ρώτησε. Έβγαλα και του έδωσα 50.000

δραχμές. Έστω, 50 κάθε εβδομάδα, καλά είναι. Μου μιλούσε σαν να μου έκανε και

χάρη. Με εκνεύρισε, όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Έτσι τουλάχιστον νόμισα. Μου

έδωσε το τηλέφωνό του και με διαβεβαίωσε ότι από ‘δώ και πέρα δεν θα με

ενοχλούσε κανείς. Και ότι όποια στιγμή είχα πρόβλημα αυτός θα καθάριζε».

Η Κατερίνα είχε μπει πλέον στην ομάδα των μαγαζιών που πλήρωναν για να έχουν

προστασία. Ένα βάρος τής είχε φύγει. Όμως την έτρωγε η αγωνία. «Και αν αύριο

της ζητούσαν παραπάνω;». Για δύο μήνες όλα κύλησαν ομαλά. Κάθε εβδομάδα

περνούσε ένας πλέον και όχι τρεις, έπινε ένα ποτό, έπαιρνε τα χρήματα και

έφευγε.

«Πρέπει να πω όμως ότι μία φορά που τους χρειάστηκα έτρεξαν αμέσως. Κάποιοι

νεαροί όχι μόνο δεν ήθελαν να πληρώσουν, αλλά άρχισαν να σπάνε. Τους

τηλεφώνησα. Ήρθαν σε λιγότερο από δέκα λεπτά. Έβαλαν τάξη. Εκείνο το βράδυ

κάθησαν όλη τη νύχτα στο μαγαζί. Εγώ δεν ήθελα καβγάδες και τους ζήτησα να

είναι όσο πιο διακριτικοί γίνεται. Υπάκουσαν. Φέρονταν σαν να ήταν υπάλληλοί

μου. Αυτό τους έδινε, όπως κατάλαβα, ελευθερία κινήσεων, αλλά ταυτόχρονα

κρατούσε μακριά από το μαγαζί την Αστυνομία. Έτσι, αυτή η περίεργη σχέση

συνεχίζεται. Όπως λένε και αυτοί: “Εάν πληρώνεις, δεν έχεις κανένα πρόβλημα”.

Το αν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, δεν ξέρω. Αλλά αυτό που σε ενδιαφέρει

είναι να εξασφαλίσεις την ηρεμία σου, έστω και πληρώνοντας».

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

«Όλα άρχισαν από το γυμναστήριο»

Για πολλούς ο Στρατός δεν είναι παρά δύο χρόνια που σε κρατούν μακριά από την

κοινωνία. Δύο χρόνια που δεν προσφέρουν στον τομέα της επαγγελματικής

αποκατάστασης. Ο Γιώργος, όμως, όταν απολύθηκε βρήκε τον τρόπο να αξιοποιήσει

την ειδικότητά του και να κερδίζει ­ «παράνομα, βέβαια, αλλά τι να κάνω» ­

χρήματα.

«Ήμουν τυχερός μέσα στην ατυχία μου. Υπηρέτησα στα ΟΥΚ και εκεί τουλάχιστον

γυμνάζεσαι. Όταν απολύθηκα προσπάθησα να πιάσω δουλειά σαν ιδιωτικός

αστυνομικός. Δεν τα κατάφερα. Για να είμαι σε φόρμα, πήγα σε ένα γυμναστήριο.

Εκεί γνωρίστηκα με διαφόρους. Στην αρχή δεν μου έδιναν σημασία. Ένα βράδυ

πήγαμε, νομίζω ήμασταν πέντε, για καφέ σε μια καφετέρια. Παραγγείλαμε καφέδες

και ποτά. Πίναμε μέχρι αργά. Φύγαμε χωρίς να πληρώσουμε. Δεν διαμαρτυρήθηκε

κανείς. Μου έκανε εντύπωση. Ένας από την παρέα μου εξήγησε και παράλληλα μου

έκανε πρόταση για να συνεργαστώ μαζί τους».

Ο Γιώργος εκείνη τη νύχτα προσπάθησε να σκεφτεί. Από τη μια το εύκολο χρήμα

και από την άλλη ο κίνδυνος να συλληφθεί. «Δεν είχα και πολλά περιθώρια, αφού

τα οικονομικά μου ήταν άθλια και οι δικοί μου δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν.

Καταλαβαίνω τι θα λένε τώρα. Ότι είμαι κάθαρμα και τέτοια. Τέλος πάντων. Εγώ

το είδα σαν δουλειά και δέχτηκα. Έκλεισα ραντεβού με τα παιδιά την επομένη,

στις δέκα το βράδυ. Πήγαμε σε ένα μπαρ κάπου πίσω από το Χίλτον. Αισθανόμουν

αμήχανα. Δεν καθήσαμε ούτε δέκα λεπτά».

Ο Γιώργος για έναν μήνα περίπου απλώς ακολουθούσε. Κάθε βράδυ επισκέπτονταν

και ένα μαγαζί. Απ’ ό,τι άκουγε. Ήταν μόλις 20 χρόνων. Είχε κάνει την επιλογή

του. Θα συνεργαζόταν μαζί τους. Σε μία εβδομάδα είχε κερδίσει 200.000 δραχμές.

«Πάρα πολλά χρήματα για ένα παιδί στην ηλικία μου. Στην αρχή ήμουν ο στόχος.

Φασαρίες

Έκανα επαφές, μερικές φορές και φασαρίες. Στην πορεία όμως διαπίστωσα πως σ’

αυτή τη δουλειά χρειάζεται μυαλό, ψυχή. Τα μπράτσα δεν σε βοηθάνε πάντα.

Πρέπει να καταλάβει ο άλλος που έχεις απεναντί σου ότι δεν κάνεις αστεία. Όμως

έβλεπα πως τα χρήματα που κέρδιζα ήταν πολύ λίγα σε σχέση με ό,τι έπαιρνε ο

αρχηγός της ομάδας. Έτσι αποφάσισα (είχα και ‘γώ κάνει τις γνωριμίες μου) να

κάνω τη δική μου ομάδα. Για οκτώ χρόνια πέρασα από παντού. Ασχολήθηκα με όλα

τα μαγαζιά. Κατάφερα να αποφύγω τα βίαια. Όμως χρειάστηκε πολλές φορές να γίνω

σκληρός. Απ’ όλα αυτά τα χρόνια κατάλαβα πως όταν βγαίνεις έξω δεν έχεις

περιθώρια να είσαι ευγενικός. Και περίπτερα έχουν πληρώσει σε μένα και

καντίνες και μικρά μαγαζιά. Και βέβαια δεν μπορούν να αντιδράσουν. Πού να

πάνε, στην Αστυνομία; Μήπως ξέρουν πού θα πέσουν; Γιατί μη φαντάζεστε ότι δεν

υπάρχουν αστυνομικοί που να έχουν διασυνδέσεις με μας. Έτσι δεν έχουν και

πολλές επιλογές. Ή το κλείνουν (και αυτό γίνεται εύκολα) ή πληρώνουν». Για τον

Γιώργο δυο-τρεις φασαρίες σε ένα μπαρ, πάει το μαγαζί έκλεισε από μόνο του.

Και αυτό δεν το ρισκάρει κανένας. «Ο ιδιοκτήτης είναι εγκλωβισμένος. Μία φορά,

θυμάμαι, ένας αντέδρασε. Έστειλα δύο παιδιά και έγινε χαμός. Τα έδωσε τα

χρήματα. Άλλωστε, αυτός δεν ήταν και από τους πλέον ισχυρούς».

«Ο αριθμός των ομάδων είναι στην ουσία άγνωστος. Καθένας μπορεί να κάνει

ομάδα. Και δεν έχει να κάνει με τη σωματική δύναμη. Συνήθως αυτοί είναι που

την πληρώνουν. Πάνε, κάνουν φασαρίες, αλλά κάποια στιγμή θα συλληφθούν. Ο

καλός προστάτης είναι αυτός που δεν φαίνεται», μας λέει ο Γιώργος.

«Είναι δύσκολο να ξεφύγουν οι ιδιοκτήτες. Νεαροί με μηχανάκια στον χώρο

“ευθύνης” προσπαθούν να εντοπίσουν όσους ανοίγουν νέα μαγαζιά. Πριν ακόμη

λειτουργήσουν, ο μπράβος έρχεται σε επαφή μαζί τους. Για μας είναι ο καλύτερος

τρόπος για να τον εκβιάσεις. Πάνω στην απόγνωσή του πληρώνει. Δεν έχει

περιθώρια».

Ο Γιώργος πιστεύει πως μέχρι τώρα η Αστυνομία δεν έχει καταφέρει να εντοπίσει

τους εγκεφάλους των προστατών. «Δεν φαίνονται πουθενά. Αυτοί είναι πολύ ψηλά.

Και μη ακούτε παραμύθια ότι οι ξένοι που ζουν εδώ είναι αυτοί που έχουν το

πάνω χέρι. Πίσω από κάθε ομάδα βρίσκονται Έλληνες, οι οποίοι τους

χρησιμοποιούν για τις επικίνδυνες αποστολές».

Ο ίδιος δεν έχει αναστολές. «Οσοι έχουν κάνει φυλακή, όσοι έχουν επιλέξει να

ζουν με τον τρόπο αυτό, δύσκολα σκέφτονται τους άλλους. Αν αρχίζεις και

λυπάσαι έστω τον περιπτερά, έχεις χάσει. Και όποιος βγαίνει σ’ αυτή τη δουλειά

δεν έχει περιθώρια για ευγένειες».