Α, ναι, είναι κακό πράγμα ο συμψηφισμός. Είναι κακό να βάλεις στην ίδια ζυγαριά το μαχαίρι που σκότωσε τον Παύλο Φύσσα με τη φωτοβολίδα ευθείας βολής από την οποία τραυματίστηκε σοβαρά μια 19χρονη στη διαδήλωση για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Είναι άλλο το χέρι του Ρουπακιά που κρατούσε το μαχαίρι και άλλο του αγνώστου που πέταξε τη φωτοβολίδα. Οπως είναι άλλο το χέρι του Ρουπακιά που κρατούσε το μαχαίρι και άλλο το χέρι του Κουφοντίνα που κρατούσε το πιστόλι.

Αυτή η τεχνητή διαφορά είναι που θα κάνει τη 19χρονη να ξεχαστεί. Την περιμένει η λήθη, όχι επειδή θα επιβεβαιωθεί το κλισέ που λέει ότι «από τύχη δεν θρηνήσαμε θύματα» – θα είχε ξεχαστεί ακόμη κι αν δεν την βοηθούσε η τύχη, όπως δεν βοήθησε τους νεκρούς της Marfin και όλους εκείνους για τη δολοφονία των οποίων δεν διαδήλωσε σχεδόν κανένας. Είναι αυτή η τεχνητή διαφορά που, σε αντίθεση με την Ισπανία όπου ακούστηκε σαν κραυγή απόγνωσης, κάνει το ελληνικό «φτάνει πια» αναιμικό και αδύναμο, έναν ψίθυρο καταδικασμένο να ανάψει μισό κερί και μετά να διαλυθεί ησύχως.

Δεν είναι «φτάνει πια» αυτό που ακούστηκε στη διαδήλωση για τον Παύλο Φύσσα. Ακόμη και γι’ αυτόν τον αποτρόπαιο θάνατο με ονοματεπώνυμο το «φτάνει πια» δεν βγήκε από τα σπλάγχνα της κοινωνίας, αλλά από κόμματα και οργανώσεις που εργαλειοποιούν πολιτικά τούς θανάτους και από ομάδες που δεν θέλουν να σταματήσει το αίμα, αλλά να τρέξει κι άλλο, αρκεί να είναι το αίμα των άλλων. Δεν είναι ένα «φτάνει πια» απέναντι στον βίαιο θάνατο και τον φασισμό, αλλά μια πρόσκληση σε πόλεμο – και αλίμονο στη 19χρονη που κόντεψαν να την σκοτώσουν επειδή καθόταν στο παγκάκι. Πώς το είπε ο Κουφοντίνας για τον Αξαρλιάν που σκότωσε; Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες.