Μια κινέζικη ευχή – κατάρα τονίζει: «Σε καταριέμαι να ζήσεις σε ενδιαφέρουσα εποχή»!

Σε μια τέτοια καταραμένη εποχή «ευτύχησε» να ζήσει και να δημιουργήσει το έργο του ο Ευριπίδης. Ο Αισχύλος, ναυμάχος στη Σαλαμίνα, οπλίτης στον Μαραθώνα, βιώνει την ανάδειξη της Αθήνας σε πόλη ηγεμονεύουσα. Μια πόλη που πρώτη στον κόσμο συγκροτεί μια πολιτεία άμεσης δημοκρατίας, με θεσμούς που αντλούν το κύρος τους ανάμεσα στο δίπολο: Σεβασμός – Φόβος, όπως ορίζεται από την Αθήνα στον Αρειο Πάγο κατά την πρώτη δίκη στον κόσμο που δικάζουν πολίτες ελεύθεροι.

Ο Σοφοκλής που έζησε ενενήντα χρόνια βίωσε ως ζωντανός πολίτης τον αιώνα που ονομάζεται έως σήμερα ως κλασικός. Γαλουχήθηκε με τις αξίες που ανέδειξε ο Αισχύλος, έδρασε ως ενεργός πολίτης την ακμή της Περίκλειας Δημοκρατίας και τραυματίστηκε από τα δεινά μιας πόλης που πολιορκήθηκε, είδε να πεθαίνουν από τον λοιμό χιλιάδες πολίτες – γυναίκες, άντρες, δούλοι, έποικοι – και έφτασε ώς τις παρυφές της μεγάλης ταπεινωτικής ήττας, όχι μόνο της πόλης αλλά της Δημοκρατίας.

Ο Ευριπίδης όμως είναι η συνείδηση της πόλης που κατρακυλάει στην άβυσσο, στο πολιτικό χάος και στη διάλυση της συνοχής του πολιτεύματος της άμεσης δημοκρατίας. Ως εκ τούτου μπορούμε να ισχυριστούμε πως δικαιολογείται ο αριστοτελικός ορισμός πως υπήρξε ο τραγικότατος πάντων των τραγικών ποιητών.

Λέμε, ορθά βέβαια, πως το πνευματικό περιβάλλον του Ευριπίδη είναι το κίνημα των Σοφιστών. Ας μην παρασυρόμαστε όμως από την πλατωνική πολεμική εναντίον αυτού του έξοχου πνευματικού κινήματος. Οι Σοφιστές διέλυσαν τον μύθο και εγκατέστησαν στη συνείδηση της πόλεως τον Λόγον. Πίσω από τους Σοφιστές βρίσκεται η μεγάλη επανάσταση των Προσωκρατικών Φιλοσόφων, Ανατολής και Δύσεως. Από τον υλιστή Ηράκλειτο έως τον ιδεαλιστή Παρμενίδη η απόσταση είναι μικρή, αφού το άλμα ξεπέρασε μια θεολογία με γκουρού τους Δελφούς, τη Δωδώνη, τα Ελευσίνια μυστήρια.

Οι Σοφιστές υπήρξαν οι πρώτοι επιστήμονες της Ιστορίας στη Μεσόγειο. Ο σωκρατικός δαίμονας κατοικούσε στη συνείδηση του ξυπόλητου φιλοσόφου. Και οι Σοφιστές ανέλυσαν, καθένας με την ειδίκευσή του, τα πολιτικά, φιλοσοφικά, ηθικά, οικονομικά, πολιτειακά και αισθητικά φαινόμενα με κύριο γνώμονα τον Ορθό Λόγο. Ο Αριστοτέλης που γράφει την Ποιητική του μισόν αιώνα μετά τον «θάνατο της τραγωδίας» ίσως τον Ευριπίδη των τελευταίων τραγωδιών έχει κατά νου όταν ορίζει πως η τραγωδία είναι μίμησις ουχί ήθους αλλά πράξεως.

Αυτή η «πρακτική» προσέγγιση της μιμήσεως σημαίνει πως ο  ποιητής παρατηρεί τα ανθρώπινα εξετάζοντάς τα κατά το εικός και το αναγκαίον, διερευνώντας την πορεία των πράξεων από το αίτιο στο αιτιατό με μόνο κριτήριο τη φυσική νομοτέλεια, δηλαδή τη διαδοχή γεγονότων που εξηγούνται από τους φυσικούς νόμους και από την άλλη από την απαιτητική παρουσία της Ανάγκης, μιας υπέρτατης οντότητας στην οποία πείθοντο και οι θεοί.

Ο Θουκυδίδης – έχει αποδειχθεί με στατιστικές μετρήσεις του έργου του – κυρίαρχη έννοια της ιστορικής εξέλιξης θεωρεί το «εικός εικότως», το φυσικώς λογικόν!!

Αυτής της πνευματικής στάσης ζωής και σκέψης τέκνο είναι ο Ευριπίδης. Αυτά τα πνευματικά ζητούμενα τον ωθούν να κοιτάξει με λοξό μάτι τους παραδοσιακούς μύθους και να διαπιστώσει της αντιφάσεις τους, να εντυπωσιαστεί με τη διαπίστωση πως για τις ίδιες ανθρώπινες πράξεις δύο ή και περισσότεροι θεοί έχουν τελείως αντίθετη άποψη. Ετσι ο Ευριπίδης ενσωματώνει στη δραματουργία του τη διαλεκτική του Ηράκλειτου και τα πνευματικά του τέκνα στη σοφιστική, τη σχετικότητα.

Ενα ηχηρό και πολύτιμο παράδειγμα έρχεται από το σκοτάδι του Μύθου ο Ορέστης. Ο Ευριπίδης ασχολείται σε τέσσερις τραγωδίες με τον μυθολογικό ήρωα. «Ηλέκτρα», «Ορέστης», «Ιφιγένεια εν Ταύροις», «Ανδρομάχη». Τέσσερις διαφορετικές προσωπικότητες. Βέβαια υπάρχει ένας πυρήνας σταθερός αλλά, κατά τη μέθοδο ανάλυσης των Σοφιστών, κάθε συνθήκη, κάθε συγκυρία, κάθε πολιτισμικό ή πολιτικό πλαίσιο διαφοροποιεί τις δράσεις, τις αντιδράσεις, ακόμη και τα ηθικά ή εγκληματικά προτάγματα που επιστρατεύει ο ήρωας ή ο αντι-ήρωας για να φτάσει στον σκοπό του. Ο Ευριπίδης είναι σύγχρονος και συμπολίτης του πιο αντιφατικού ιστορικού προσώπου της ταραγμένης εποχής του: του Αλκιβιάδη, που στη ζωή του διέγραψε όλο το εύρος του ανύσματος ήρωας – προδότης, εραστής – ερωμένος. Η τελευταία διάκριση ανήκει στον Θουκυδίδη!

Οταν το 408 π.Χ. ο Ευριπίδης γράφει τον «Ορέστη» η πόλη βρίσκεται στην άκρη του γκρεμού. Ολες οι αξίες έχουν καταρρεύσει. Παρ’ όλο που ο τραγικός βρίσκεται στο στόχαστρο του Αριστοφάνη και οι δύο βιώνουν την έκπτωση των θεσμών. Δικαιοσύνη, Παιδεία, Πολιτική, Ηθική, Οικονομία οδεύουν προς το χάος, τη διάλυση και την απαξίωση.

Ιδού λοιπόν ένα πνευματικό έργο, η τραγωδία «Ορέστης» του Ευριπίδη, που απεικονίζει αυτή την πολιτική και ηθική διάλυση.

Στο έργο αυτό κανένα πρόσωπο δεν είναι θετικό. Ορέστης, Ηλέκτρα, Πυλάδης, Μενέλαος, Ελένη, Τυνδάρεως, ένας τρώας ευνούχος – δούλος, πλην μιας αθώας παρθένας – θύματος της Ερμιόνης, είναι δόλια πρόσωπα, ύπουλα, δειλά, πανούργα, ιδιοτελή, κτηνωδώς αδιάφορα ή ωραιοπαθή. Με τα σημερινά ψυχιατρικά μας σύνδρομα και παραδείγματα μιλάμε για μια εξαντλητική πινακοθήκη ψυχοπαθών με άγρια ένστικτα με ιδιόμορφα κίνητρα και ανοίκειες συμπεριφορές.

Ο Ευριπίδης, συνομιλητής του Ιπποκράτη, αναλύει στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις», την επιληψία του Ορέστη και στον  «Ορέστη» την κατάθλιψη και την υπερδιέγερση των ενστίκτων καταστροφής, πράγματα και καταστάσεις που ερεύνησε ο μεγάλος Ιατρός της Αρχαιότητας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως προσεγγίζοντας σήμερα ιδιαίτερα τα τελευταία έργα του Ευριπίδη μπορούμε να τα εντάξουμε στα σύγχρονα μοντερνιστικά ερμηνευτικά συστήματα.

Ο Ευριπίδης δεν είναι ούτε νατουραλιστής ούτε ρεαλιστής με τα κριτήρια των σχολών αυτών που εμφανίστηκαν στον 19ο αιώνα. Ο Ορέστης, η Ηλέκτρα και τα άλλα τραγικά πρόσωπα δεν είναι καθημερινά πρόσωπα. Σημειώνω εδώ κάτι που το έχω γράψει επανειλημμένα. Στις κερκίδες του αρχαίου θεάτρου όπου παίχτηκε ο «Ορέστης», είτε στη Μακεδονία είτε στην Αθήνα, δεν υπάρχει θεατής που να ονομάζεται Ορέστης ή θεατής γυναίκα που να ονομάζεται Ηλέκτρα. Οταν ο αθηναίος πολίτης έμαθε πως στα Μεγάλα Διονύσια θα παιχτεί τραγωδία με τον τίτλο «Ορέστης» δεν ρώτησε «ποιος Ορέστης;». Ηξερε τον μύθο και προσερχόταν στο κοίλο για να βραβεύσει τη διαχείρισή του από τον ποιητή.

Οταν έβλεπε ο Αθηναίος την «Ελένη» του Ευριπίδη γνώριζε πως στη Σπάρτη των ημερών του υπήρχε ιερό της Ελένης! Αρα γοητεία είχε η αριστοτελική «η των πραγμάτων σύστασις»!

Ο Γιάννης Αναστασάκης έστησε μια παράσταση με το ΚΘΒΕ στην Επίδαυρο με αρκετά θετικά στοιχεία. Είδε την πρισματικότητα της γραφής του Ευριπίδη. Πρότεινε λύσεις αξιόπιστες και συμβατές με την ιδιόρρυθμη φόρμα. Είχε ένα σκηνικό επαμφοτερίζον, διαχρονικό (Θαβώρης), μια μουσική χωρίς μέλος, κυρίως ψυχολογικού απόηχου. Δεν έβλαψε. Ο Παυλόπουλος φώτισε όπως πάντα, σοφά! Ο Στυλιανού (Ορέστης) εκτός ύφους, έπαιξε σίριαλ και μάλιστα κακό. Η Κολλιοπούλου (Ηλέκτρα) έχει όργανο εκμεταλλεύσιμο, δεν έχει ψυχισμό. Φερέφωνο.

Η Λαμπρόγιαννη υπάκουσε σε μια επιφανειακή εκδοχή σύγχρονης ντίβας (Ελένη). Ο Μορφακίδης (Πυλάδης) ακολούθησε τις υπερβολές του Ορέστη. Ο έμπειρος Σαντάς (Τυνδάρεως) έπαιξε κωμειδύλλιο, ο Χριστόδουλος Στυλιανού (Μενέλαος) σωστός. Ο Μαραγκόπουλος (άγγελος) στο αρμόζον ήθος. Ο Στέργιογλου (Φρύγας) δίστασε να τολμήσει. Εχασε την ευκαιρία να διαπρέψει, με τα προσόντα του. Η Πουρέγκα (Ερμιόνη) επαρκής. Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος (φωνή του Απόλλωνα) έσωσε το φινάλε με το ορθό του ύφος. Ο Χορός (κίνηση Τσιάμοκλου) κινήθηκε και μίλησε τον λόγο ευάγωγα και σαφώς. Αν η παράσταση δοκίμαζε σε μια τονικότητα λίγο ψηλότερη, θα είχε κύρος.