Η συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή επαναβεβαίωσε το κλίμα ακραίας πόλωσης που επικρατεί στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, το οποίο, με τη σειρά του, τροφοδοτεί διχαστικές γραμμές στην ελληνική κοινωνία και ανατροφοδοτείται από αυτές.

Στα εθνικά θέματα υπάρχουν οι «πατριώτες» και οι «προδότες», στην οικονομία και στην πολιτική το «παλαιό» και το «νέο», παρότι το «νέο» εφαρμόζει πιο πιστά από όλους τις μνημονιακές συνταγές και έχει αποτύχει να βγάλει την οικονομία από το τέλμα. Την ίδια ώρα και οι χειρισμοί της κυβέρνησης στην υπόθεση Novartis αποτελούν επιστέγασμα μιας πολιτικής τακτικής, συγκρουσιακής και διχαστικής, που καθιστά δύσκολο έως αδύνατο ένα ελάχιστο επίπεδο συνεννόησης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που συνθέτουν τη σημερινή Βουλή.

Συμβαίνει, δηλαδή, το ακριβώς αντίθετο από ό,τι χρειάζεται σήμερα η χώρα. Οπως επισημαίνουν αξιόπιστοι παράγοντες της οικονομίας και πολιτικοί παρατηρητές, σε μια περίοδο που μεγάλα ανοικτά ζητήματα απαιτούν λύση δεν υπάρχει ένα μίνιμουμ επίπεδο πολιτικής συναίνεσης που είναι αναγκαίο για να ληφθούν οι κρίσιμες αποφάσεις και να μπορούν να υλοποιηθούν ανεξάρτητα από το κόμμα που θα κυβερνά. Μόνο έτσι οι πολιτικές που θα αποφασίζονταν θα ήταν αποτέλεσμα ενός διαλόγου κοινωνικού και πολιτικού και αποδεκτές από ένα πλειοψηφικό ρεύμα που θα καθιστούσε εφικτή την εφαρμογή τους στην πράξη όσο επίπονες και αν ήταν. Χωρίς ακραίες αντιδράσεις και εκδηλώσεις βίας που βλέπουμε παντού γύρω μας και από κάθε κατεύθυνση.

Κοινή διαπίστωση είναι ότι στο επίκεντρο αυτού του διαλόγου θα έπρεπε να ήταν ένα αναπτυξιακό σχέδιο για να βγει η χώρα από το τούνελ της ύφεσης (που τελευταία έχει μετατραπεί σε στασιμότητα) στο οποίο εισήλθε πριν από οκτώ χρόνια. Το ολιστικό σχέδιο ανάπτυξης που κατέθεσε η κυβέρνηση στους δανειστές κάθε άλλο παρά ικανοποιεί τις ελάχιστες προϋποθέσεις. Μοιάζει περισσότερο με ένα ευχολόγιο που στηρίζεται σε αδύναμες υποθέσεις, ενώ είναι χαρακτηριστική η απουσία περιγραφής των μέσων για την επίτευξη των γενικών και αόριστων υποσχέσεών του για ανάπτυξη. Είναι σαφές αυτό, όχι μόνο από την κριτική που δέχθηκε εντός της χώρας, αλλά και από την ψυχρή έως υποτιμητική υποδοχή του από τους δανειστές και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.

Δυστυχώς, το κενό που αφήνει η έλλειψη μιας εγχώριας στρατηγικής για τις μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη έρχονται να καλύψουν τα Μνημόνια των δανειστών τα οποία διαδέχονται το ένα το άλλο. Πρόκειται όμως για προγράμματα «κομμένα» και «ραμμένα» στα μέτρα των πιστωτών μας, που εκ των πραγμάτων ενδιαφέρονται για την επιστροφή των χρημάτων που έχουν δανείσει. Και παρότι προσπαθούν να θέσουν τις βάσεις μιας αναπτυξιακής διαδικασίας, αδυνατούν να βρουν το σημείο ισορροπίας μεταξύ μεταρρυθμίσεων και κοινωνικής συνοχής, μεταξύ των πολιτικών που ενισχύουν την προσφορά και αυτών που προστατεύουν τη ζήτηση.

Κάπως έτσι τα Μνημόνια συνεχίζονται. Αλλωστε, όπως προκύπτει από το επικαιροποιημένο κείμενο της συμφωνίας με τους δανειστές για την τέταρτη αξιολόγηση, το τρίτο Μνημόνιο μπορεί να τελειώνει τυπικά τον Αύγουστο αλλά οι δεσμεύσεις του φθάνουν έως και το 2022. Και όπως λέει σε άρθρο του το διεθνές περιοδικό «Politico»: «Εξοδος από το πρόγραμμα μόνο στα χαρτιά»!