Τον Μάρτιο του 1937, ακριβώς έναν χρόνο πριν προσαρτηθεί (Anschluss) η πατρίδα του στη ναζιστική Γερμανία, ο αυστριακός συγγραφέας Ρόμπερτ Μούζιλ έδωσε στη Βιέννη την ξακουστή ομιλία του Περί βλακείας (εκδόσεις Μίνωας, 2017), μια ομιλία που μεταφράστηκε, τυπώθηκε και ανατυπώθηκε αμέτρητες φορές έκτοτε και θα ήταν των αδυνάτων αδύνατον να εκφωνηθεί δημοσίως έναν χρόνο αργότερα, με παρόντα τα τσοπανόσκυλα του Χίτλερ. Στην ομιλία του ο Μούζιλ στηλιτεύει κάθε μορφή βλακείας –με ιδιαίτερη μνεία στην πιο ύπουλη μορφή της, τη βλακεία των έξυπνων –και προσφέρει μια ποικιλία ορισμών που συνδέουν τη βλακεία με την τέχνη, τη βλακεία με την πολιτική, τη βλακεία με τη θρησκεία κ.ο.κ. Ολοι οι ορισμοί του είναι αξιομνημόνευτοι, με πιο εντυπωσιακό ίσως τον ορισμό που συσχετίζει τη βία (την ωμότητα, για την ακρίβεια) με τη βλακεία. «Η ωμότητα», λέει ο Μούζιλ, «είναι βλακεία εν δράσει», πυροδοτεί έξαλλες, βίαιες και άλογες συμπεριφορές που «πολύ συχνά είναι άστοχες ή ακόμα και ενάντια στον στόχο [του βλάκα]». Μονάχα που αυτό ο βλάκας δεν το συνειδητοποιεί. Εάν το συνειδητοποιούσε, άλλωστε, τι σόι βλάκας θα ήταν;

Τα βίντεο και οι φωτογραφίες από την επίθεση κατά του Γιάννη Μπουτάρη έδωσαν τροφή ήδη σε πάμπολλες αναλύσεις, με τις συντριπτικά περισσότερες να εστιάζουν στα κίνητρα των δραστών και, κατ’ επέκτασιν, στην ιδεολογική τους ταυτότητα. Θα αφήσουμε προς το παρόν στην άκρη τους προφανείς υμνητές του ξυλοδαρμού –«μπράβο, ρε μάγκες!» έγραψε η Ουρανία Μιχαλολιάκου -, καθώς και τους ψυχωτικούς δημοσιογράφους που οπλοφορούν, ενίοτε πυροβολούν και σταθερά δοξολογούν στα πρωτοσέλιδά τους την αυτοδικία (από την αυτοδικία των πολιτών έως την αυτοδικία των Ενόπλων Δυνάμεων), επειδή δεν θέλουμε να αποσπάσουμε τους εισαγγελείς από τη νιρβάνα τους ούτε να τους αποπροσανατολίσουμε από την εντελώς Kinky ερμηνεία που δίνουν στον νόμο για τη Ρητορική του Μίσους. Δεν θα εστιάσουμε καν στην εμπρηστική δήλωση του Πρωθυπουργού μας που, για μία ακόμη φορά, αφήνει να εννοηθεί ότι υφίσταται ανοχή απέναντι στη βία των «αγανακτισμένων» και δυσανεξία απέναντι στη βία των «ακροδεξιών». Δεν θα είμαστε σκληροί με τον Αλέξη Τσίπρα. Κατανοούμε ότι δεν μπορεί να επιτρέψει στα όψιμα σοσιαλδημοκρατικά του ανοίγματα να σταθούν αιτία για να χάσει τη διαχρονικά πιστή του πελατεία. Μαγαζάτορας είναι ο άνθρωπος, όχι η Μητέρα Τερέζα.

Θα εστιάσουμε στη βλακεία. Τη βλακεία που στάζει από κάθε κάδρο και από κάθε πλάνο. Οχι. Αυτή τη φορά δεν ήταν τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής. Ακόμη και ο κουκουλοφόρος που κλωτσάει το αμάξι του Μπουτάρη ήταν περιστασιακός κουκουλοφόρος, με σκούφο που μεταλλάσσεται σε κουκούλα, έτσι και καθ’ οδόν του λάχει κανένα «τυχερό». Οι πιο πολλοί από τους δράστες έχουν τα πρόσωπά τους ακάλυπτα. Φοράνε φόρμες γυμναστικής, φοράνε βερμούδες. Είναι περιπατητές. Είναι οικογενειάρχες. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι ο μπαμπάκας που κρατάει την κορούλα του αγκαλιά και χτυπάει ταυτοχρόνως τον δήμαρχο είχε κάτι ανάλογο στο μυαλό του εξαρχής. Προτιμούμε να πιστεύουμε ότι δεν είχε τίποτα στο μυαλό του. Οτι κουβαλάει μια άδεια κονσέρβα μέσα στο κεφάλι του, έτοιμος πάντα να τη γεμίσει με λίγο καλό χαβαλέ. Λίγο μπούγιο. Κάποιον δέρνουν. Κάποιον «κακό» σίγουρα. Οτι ο «κακός» είναι τελικά ο δήμαρχος –κοίτα πλάκα, ο δήμαρχος στο χώμα –ισοδυναμεί με το να ξύνεις ρουτινιάρικα το Ξυστό και να σου κάτσει ο συνδυασμός. Πότε θα σου δοθεί ξανά η ευκαιρία να χτυπήσεις τον δήμαρχο; Μια κλωτσιά, μια γροθιά, μια φάπα. Χο, χο, χο. Το βράδυ θα σε δείξουν και στις ειδήσεις.