Οπου: Το μεν Αριστοτελικόν «ύστερον» (ως προς τον χρόνο) προσδιορίζεται από ελπίδες και λιπαίνεται από πλεονάζουσες ευχές κι ευσεβείς (ή μη) πόθους. Ατομικούς και συλλογικούς. Και όπου το «πρότερον» ενοχοποιείται ως αυτουργός πάσης κακοπάθειας. Υποσυνείδητες αντιλήψεις, που αναδύονται ως μέρος μιας χρονικής εναλλαγής. Που δεν θα είχε καμιά ουσιαστική σημασία εάν δεν συναπτόταν προς στυγνή αλληλουχία γεγονότων. Που εμείς τα διαμορφώνουμε. Ενδεχομένως όμως και άλλοι για μας. Εμείς όμως τα υφιστάμεθα. «Οτέ μεν εκόντες, οτέ δε άκοντες».

Οπόταν: Το θέμα δεν είναι «τι θα μας φέρει» ο επί θύραις νέος ενιαυτός, αλλά τι εμείς θα του δώσουμε. Αυτός απλώς λευκή σελίδα.

Απαθής. «Αχρους και άοσμος». Αναμένοντας προσδιορισμό. Ταυτότητά του τα γεγονότα. Τα οποία όμως δεν παράγει. Του επιβάλλονται. Εισπράττοντας συνήθως λάθη και πάθη. Απ’ όσους παθαίνοντας δεν έχουν μάθει. Φροντίζοντας «να τα φορτώσουν» στον απερχόμενο και φύσει ανυπεράσπιστο. Αφενός αποποιούμενοι τις ευθύνες των ως οι καθαυτό αυτουργοί όσων ανακύπτουν. Και αφετέρου αορίστως ελπιδολογώντας. Και συνήθως αδημονώντας και αναμένοντας τις «καλύτερες μέρες». Οταν δεν έχουν τη λογική και το κουράγιο να τις δημιουργήσουν (και να τις νοηματοδοτήσουν) οι ίδιοι. Ετσι αορίστως. Κι ενδεχομένως κατά Βάρναλην, «μοιραίοι και άβουλοι αντάμα».

Και τελικά: «Η σήμερον ως αύριον και ως χθες» κατά τον ποιητή της «Υψικαμίνου». Οπου ακριβώς το αδυσώπητο χθες, διασκελίζοντας τοκαταθλιπτικό σήμερα, ενδέχεται ν’ αποβεί το προδιαγεγραμμένο αύριο!

Και το αύριο, αντί φυσιολογικώς μελλοντικό, θ’ αποβεί αόριστο. Η έρπουσα ελληνική πλάνη ως εγγενής τραγωδία. Η οποία κι επαναλαμβάνει εαυτήν, όλη την τελευταία τραυματική περίοδο. Χωρίς προς το παρόν επαρκή προοπτική. Κι αυτό προοιωνίζεται αυτόδηλο κενό. Και προσδιορίζει άλογη κρημνοβασία.

Η πικρή αλήθεια: Το καταθλιπτικό χρέος του χθες, βρόχος στον εθνικό τράχηλο του σήμερα. Και αδυσώπητος συντελεστής του αύριο. Με το αύριο από μόνο του ν’ αδυνατεί και να παραδίδεται. Ανευ αντιστάσεων. Εκτός εάν…

Αυτές οι σημάνσεις μπορεί κατά τεκμήριο να ελαύνονται από προδιάθεση περιστασιακής αυτοσκοπήσεως λόγω των ημερών. Αλλά προσδιορίζουν ευθέως και την αντίληψη της παθογένειας που βιώνεται σε όλο το εύρος του εθνικού γίγνεσθαι. Και που τείνει ν’ αποβεί ανήκεστη. Κι ενδεχομένως μη αναστρέψιμη. Διαβιβάζοντας ευκρινή σήματα κινδύνου για δυνάμει κακοήθεις νεοπλασίες που αναπαράγονται ως υποτροπές. Ορα «Ρουβίκωνες». Οι μεταστάσεις των οποίων οδηγούν σε ό,τι όλοι αντιλαμβάνονται. Και που όλοι μεν απεύχονται. Πλην η μέγιστη αντίδραση προς το παρόν περιορίζεται στην αλληλοενοχοποίηση. Με πολιτική μετάθεση ευθυνών.

Αλλά στο μεταξύ «το καραβάνι προχωρά». Οχι εκείνο της εξόδου από τον φαύλο κύκλο και την περιδίνιση της κρίσεως, αλλά εκείνο των ανατασσόμενων περιπλοκών. Και μαζί, των κινδύνων που αναπαράγονται ως μέρος και δυναμική των αδιεξόδων. Κι αυτό δεν είναι καθόλου θεωρητικό κασσανδρολόγημα. Είναι το ενόψει απευκταίο. Πλην απολύτως προβλεπτό.

Αυτά μπορεί να μεταφρασθούν από επαΐοντες σε αριθμούς και ποσοστώσεις. Ως συρρικνωτικές τάσεις εθνικού πλούτου και απομειώσεις ατομικών απολαβών. Ως προσδιορισμός ποσοστών πενίας και δημογραφία νεοπτώχων. Εν ολίγοις: Απελπιστικές στατιστικές εθνικής αποψιλώσεως. Και είναι αυτά σε τελική ανάλυση που ενέχουν σημασία. Οταν καθόλα κρίσιμα προβλήματα –όπως αυτά που βαναύσως βιώνονται στο νυν –συναρτώνται: Αφενός προς τον χρόνο που ανατέλλει και την αόριστη ελπίδα που προσκομίζει στην απέλπιδα καθήλωση του σήμερα. Και αφετέρου προς την αδυσώπητη απουσία επαρκών δυναμικών που να οδηγούν εκτός ασφυκτικών στενωπών.

Προκειμένου: Η «αύριον» του Εμπειρίκου να μην είναι ούτε ως «η σήμερον» ούτε και «ως η χθες»…