Αν με εντυπωσίασε κάτι στην έξοδο από τη φυλακή τού Δημήτρη Κουφοντίνα, ήταν η παρουσία μιας ομάδας «συμπαθούντων» ακτιβιστών της αριστερής τρομοκρατίας που υποδέχτηκαν τον κατά συρροήν δολοφόνο ως ιδεολογικό καθοδηγητή. Τα σταλινικά απολειφάδια, που ακόμα και στις πιο ακραίες ιδέες ονειρεύονται φονικά καθεστώτα ζόφου, δεν έχουν πρόβλημα να συγκεντρώνονται και να εκφράζουν δημοσίως τις απόψεις τους. Αλλωστε, η κυβέρνηση όλα αυτά τα κηρύγματα μίσους και εκτροπής τα θεωρεί νόμιμη ρητορική όμορων «συλλογικοτήτων» –το επιβεβαιώνει ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό γεγονός, ωστόσο, είναι η αδράνεια και η παθητικότητα των οπαδών της δημοκρατικής ομαλότητας. Η σιωπηλή πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών λουφάζει. Κι ας μην έχει, πλέον, η τρομοκρατία την ανοχή που είχε τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, όταν το κλίμα το έδινε η δράση της δολοφονικής συμμορίας και η προβολή της δράσης αυτής, εγκωμιαστικά, από σοβαρή μερίδα του Τύπου με διείσδυση στο προοδευτικό ακροατήριο –προεξαρχούσης της «Ελευθεροτυπίας».

Γιατί λουφάζουν οι πολίτες που δεν συμμερίζονται ότι οι δολοφόνοι της τρομοκρατίας έχουν, όπως έχει πει κοινοβουλευτικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, στο επίκεντρο της ιδεολογίας τους τον άνθρωπο; Επειδή φοβούνται. Επειδή έχουν κουραστεί. Και επειδή, έχω την εντύπωση, έχουν μαζευτεί στον εαυτό τους, προσπαθώντας να διασώσουν ό,τι μπορούν από το επίπεδο της ζωής τους.

Δεν μπορώ να ξεχάσω, ωστόσο, ότι σε πολιτικά χειρότερο κλίμα μια χούφτα ψύχραιμοι και γενναίοι πολίτες, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έφτιαξε την οργάνωση Ώς Εδώ, μια οργάνωση που προετοίμασε τους πολίτες να παραδεχτούν ότι η 17 Νοέμβρη δεν ήταν ευγενείς ιδεολόγοι αλλά ειδεχθείς δολοφόνοι. Οι συμμετέχοντες στην Ώς Εδώ ήταν λίγοι, δεν απέκτησαν ποτέ μαζικότητα, λοιδορήθηκαν και πολεμήθηκαν, αλλά κέρδισαν την ηθική νίκη που επιδίωκαν –κι ύστερα ήρθε η εξάρθρωση της δολοφονικής συμμορίας και η γελοιοποίησή της.

Σήμερα, ενώ η βία στο όνομα της πολιτικής συνεχίζει να απειλεί τον κοινωνικό ιστό, το παράδειγμα της Ώς Εδώ έχει ξεχαστεί. Απέναντι στους οπαδούς των τρομοκρατών που θαυμάζουν τον Κουφοντίνα, απέναντι στις «συλλογικότητες» και στους «αλληλέγγυους» της βίαιης δράσης υπάρχει το κενό. Δεν υπάρχουν αλληλέγγυοι των νεκρών της Μαρφίν, της Παρασκευής Ζούλια, του Επαμεινώνδα Τσακάλη, της εγκύου Αγγελικής Παπαθανασοπούλου. Επτά χρόνια ύστερα από εκείνο το έγκλημα και ενώ όσοι το προκάλεσαν κυκλοφορούν ανενόχλητοι ανάμεσά μας, δεν βρέθηκε ένας δημόσιος φορέας, ο Δήμος Αθηναίων, η Νομαρχία Αττικής, το υπουργείο Εσωτερικών, έστω ένας σύλλογος πολιτών, να αναρτήσει μια αναθηματική πλάκα στο σημείο. Τίποτα. Σιωπή.

Λυπάμαι, αλλά η ντροπή και ο φόβος θεσμών και προσώπων να μιλήσουν για την τρομοκρατία, να απομυθοποιήσουν τους δολοφόνους, να διεκδικήσουν την αποκάλυψη και την τιμωρία των ενόχων και μια καινούργια Ελλάδα, απαλλαγμένη από τη βία στο όνομα οποιασδήποτε πολιτικής ιδεολογίας μίσους, συνιστούν παραίτηση της κοινωνίας των πολιτών. Η χώρα, ωστόσο, δεν χρειάζεται παραιτημένους, απαιτεί δρώντες πολίτες. Ας διεκδικήσουμε το αυτονόητο, μια δημοκρατία που δεν θα την απειλεί η βία. Ας διεκδικήσουμε μια χώρα που δεν θα θαυμάζει δολοφόνους. Δεν μας αξίζουν ούτε ο φόβος ούτε η εξαναγκασμένη σιωπή.