Ευτυχώς, μετά από πολύ καιρό, ίσως πάνω από έναν χρόνο, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης πήγε στο θέατρο. (Την ίδια μέρα οι έτεροι πήγαν στην πρεμιέρα του Παντελή Βούλγαρη για δεύτερη μπουγάδα μετά την πρώτη της Μακρονήσου, ώστε να λευκανθούν τα ρυπαρά ιμάτια από το άγγιγμα του Τράμπ.) Εχει πολύν καιρό ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να πάει σε ένα θέατρο, σε μια πρεμιέρα, στην παρουσίαση ενός βιβλίου λογοτεχνίας, σε κάποια μεγάλη πολιτιστική εκδήλωση, έστω. Και δεν έχει δίπλα του ούτε έναν οξυδερκή σύμβουλο, να του θυμίσει ότι σε αυτή τη χώρα υπάρχει και η Τέχνη και ο Πολιτισμός και πως η Ευρώπη που αγαπούμε δεν είναι μόνο ο Σόιμπλε, τα επιτόκια και οι συνδικαλιστές, αλλά είναι κι ο Μότσαρτ, κι ο Γκαίτε, κι ο Ρεμπώ κι ο Τόμας Μαν, ο Μοντιλιάνι, κι ο Πικάσο, κι ο Παζολίνι, κι ο Ελύτης και όλοι οι ζώντες μεγάλοι καλλιτέχνες, ξένοι και έλληνες.

Θα έλεγα πως η Ευρώπη προέκυψε κατεξοχήν απ’ τον ουμανισμό της πνευματικής και καλλιτεχνικής της παράδοσης κι όχι απ’ τις τράπεζες, που υπάρχουν και στην Αμερική και στο Νεπάλ και παντού. Πίσω απ’ αυτά που έχουμε κατακτήσει σήμερα βρίσκονται ο Βολταίρος, ο Μολιέρος, ο Τιτσιάνο, ο Βιτγκενστάιν κι ο Βέρντι –όχι μόνο το χρήμα που κυκλοφορεί έτσι κι αλλιώς οπουδήποτε. Να μη μιλήσω για όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία –μπορεί να μας την εξηγήσει ίσως καλύτερα ο κ. Καμμένος.

Γιατί, λοιπόν, ο κ. Μητσοτάκης δεν πάει συχνότερα στο θέατρο, ή σε μια κινηματογραφική πρεμιέρα, σε ένα εικαστικό γεγονός; Εστω για να τον δούμε, να συζητήσουμε μήπως πράγματι αυτός ο μελλοντικός πρωθυπουργός έχει κάποια βαθύτερα ενδιαφέροντα, ή κάποιοι, έστω κατά λάθος, τον συμβουλεύουν σωστά; Οτι έχει κοντά του κάνα δυο ανθρώπους που καταλαβαίνουν πως δεν υπάρχουν μόνο τα μπικικίνια στη ζωή, κι ότι αν η παράταξή του δεν ξεκινήσει κάποτε να κερδίσει τη μεγάλη Μάχη των Ιδεών, αν πάλι αφήσει τους αντιπάλους της να είναι οι αποκλειστικοί φιλότεχνοι και στοχαζόμενοι, θα φτάσουμε στο γνωστό σημείο: να αναλαμβάνει ο Καρανίκας το δικαίωμα να μιλάει για τον Πασκάλ και τον Μπρικνέρ. Οπότε θα ξαναγυρίσουμε σύντομα στα ίδια.

Η χειρότερη απάντηση – δικαιολογία: ο κ. Μητσοτάκης δεν προλαβαίνει, γιατί έχει πολλή πολιτική δουλειά. Αυτή όντως δεν είναι μια καλή απάντηση, γιατί το πιο σημαντικό πολιτικά που έχει να κάνει ο κάθε πολιτικός αρχηγός είναι πρώτα να ξέρει σε ποια κατάσταση βρίσκεται πνευματικά η χώρα, ποιοι είναι σήμερα οι πιο σημαντικοί καλλιτέχνες, διανοούμενοι, συγγραφείς, ποιοι πρωτοπορούν στη σκέψη και στην αναζήτηση –ο μέγας Μιτεράν έτρωγε σχεδόν κάθε βράδυ με διάσημους συγγραφείς, γάλλους και ξένους, από τον Μάρκες ώς τον Βασίλη Βασιλικό. Ο Ρολάν Μπαρτ σκοτώθηκε εξερχόμενος, σε ατύχημα, μετά από γεύμα στην οικία τού Μιτεράν. Και είναι ο Πομπιντού που έφτιαξε το ομώνυμο διάσημο πνευματικό κέντρο. Και είναι ο Ντε Γκολ που πήγαινε προσωπικά στη Μόσχα ή στην Κωνσταντινούπολη για να εγκαινιάσει ένα απλό λισέ. Και είναι ο Ντε Γκολ που έκανε υπουργό Τύπου τον αριστερό συγγραφέα Αντρέ Μαλρό. Και όταν ο αρχηγός της αστυνομίας επρόκειτο να συλλάβει τον ακροαριστερό και άτακτο Ζαν-Πολ Σαρτρ και ρώτησε πριν τον πρόεδρο Ντε Γκολ, εκείνος απάντησε μεγαλοπρεπώς:

–Δεν μπορούμε να συλλάβουμε έναν Βολταίρο!

Στην Ελλάδα οι πολιτικοί αδιαφορούν. Και φτάνω στο σημείο να προτιμώ εκείνη τη θανάσιμη, έστω, στοργή για την Τέχνη που είχε ακόμα και ο Στάλιν. Τον απασχολούσε μέχρι και μια νότα του Σοστακόβιτς, φοβόταν ακόμα και μια νότα του Σοστακόβιτς. Ηξερε τη σημασία της. Μέχρι κι ο Γκέρινγκ γνώριζε από μουσική, έστω μέσα από τη μονομανία μιας ορισμένης αντίληψης. Οπότε δεν είναι δυνατόν να χτιστεί ένα αστικό κράτος και ο αστοί, που έφτιαξαν τη σύγχρονη Ευρώπη, να μην ξέρουν, να μην καίγονται για ένα ποίημα, για μια πινελιά του Θεόφιλου ή του Κλέε. Αυτοί που θα έπρεπε να είναι οι ηγέτες και οι μέντορες, οι πολυδαείς φιλότεχνοι, παραχώρησαν αυτό το ύψιστο πλεονέκτημα αποκλειστικά σε άλλους που δικαίως το απολαμβάνουν και λογικά το εκμεταλλεύονται.

Κάποτε, ο (ηγέτης) Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε κάποιον σεβασμό για τα πράγματα –κάλεσε μέχρι και τον Μαρωνίτη σε προσωπικό γεύμα να μιλήσουν για την «Οδύσσεια» που μόλις, τότε, ο δάσκαλος είχε μεταφράσει. Είχε καταλάβει έστω ώριμος, ο πρόεδρος, πού πραγματικά παίζεται το παιχνίδι. Και το παιχνίδι παίζεται μέσα στα μυαλά των ανθρώπων και τι έχει μεγαλύτερη επιρροή στα μυαλά των ανθρώπων; Ο συνήθης λόγος ενός πολιτικού ή μια συγκλονιστική ταινία; Και γιατί έρχονται κάθε χρόνο εκατομμύρια τουρίστες στην Αθήνα, για να δούνε τους συνδικαλιστές, τη Βουλή ή την υπουργό Τουρισμού και πασαρέλας; Μόνο για την Ακρόπολη έρχονται και για τα γλυπτά του Παρθενώνα. Για τη μεγάλη, αιώνια Τέχνη. Για την πατρίδα του Αριστοφάνη, όχι του Κλέωνα.

Κατά συνέπεια, κύριε Μητσοτάκη, και με τον δέοντα σεβασμό, πότε θα συναντηθείτε με τον πρόεδρο της Εταιρείας Συγγραφέων, να πληροφορηθείτε τι γίνεται και με αυτούς τους Ελληνες; Υπάρχουν; Δεν υπάρχουν; Τι προβλήματα αντιμετωπίζουν; Ξέρω ότι κάποιοι πέριξ υμών έχουν πολλές λαϊκίστικες απαντήσεις σε μια τέτοια σκέψη («εδώ ο λαός πεινάει» κ.τ.λ.) αλλά είναι ο λαϊκισμός (ΚΑΙ της Δεξιάς) που μας έφαγε, τόσα χρόνια. Δεν είναι μόνο τα κακά εγγλέζικα του Πρωθυπουργού. Εξάλλου, τι να τα κάνει κανείς τα καλά εγγλέζικα, αν διαβάζει μόνο «Financial Times», αλλά όχι Φόκνερ στο πρωτότυπο;

Υπάρχει ένας ολόκληρος πνευματικός κόσμος στην Ελλάδα, πρωτοποριακός, υπέροχος, με τεράστια επιρροή εδώ και έξω, αλλά και με πολλές δυσκολίες εντός. Κινηματογραφιστές, συγγραφείς, εικαστικοί καλλιτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί. Εκδότες, ωδεία, Κέντρο Κινηματογράφου, Κρατικά Θέατρα. Αυτοί όλοι δεν δικαιούνται κάποιας εκ των προτέρων προσοχής; Να πληροφορηθείτε εσείς εγκαίρως, προσωπικά, τι συμβαίνει, αλλά και όλοι αυτοί οι άνθρωποι να ξέρουν περίπου τι σκέπτεσθε;