Τι θα συνέβαινε αν μια πολιτικοποιημένη φυματική σαρανταποδαρούσα με μηνίσκο στα 25 πόδια, φορτωμένη σακούλες με ψώνια από τα Λιντλ, έπρεπε να στηθεί κάνα τετράωρο στην ουρά του μετρό για να πάρει τη μηνιαία κάρτα; Η λαογραφία θα εμποτιζόταν με μια συλλογή από φρέσκα μπινελίκια κατά του υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων Χρήστου Σπίρτζη.

Γιατί ο υπουργός; Επειδή ακόμα και μια φυματική σαρανταποδαρούσα μπορεί να κατανοήσει ποιος είναι ο φυσικός υπεύθυνος ενός φιάσκου. Και όλος ο χειρισμός της εισαγωγής του ηλεκτρονικού εισιτηρίου είναι πρωτίστως ένα φιάσκο. Μια κυβέρνηση, τα κορυφαία στελέχη της οποίας (ακόμα και ο σημερινός Πρωθυπουργός) όταν ήταν στην αντιπολίτευση υποδαύλιζαν το κίνημα «δεν πληρώνω» και υποστήριζαν τους τζαμπατζήδες (όταν έσπαγαν ακυρωτικά μηχανήματα ή όταν εξύβριζαν και προπηλάκιζαν τους ελεγκτές των εισιτηρίων στα τρένα και στα λεωφορεία), κάποια στιγμή επέλεξε να αλλάξει το σύστημα εισιτηρίων στα μέσα μεταφοράς της πρωτεύουσας, προκειμένου να μειώσει την εισφοροδιαφυγή, χωρίς να αναγκαστεί να προσφύγει σε αυταρχικές λύσεις. Πήρε χρήματα από τα ΕΣΠΑ αλλά, την ώρα της (καθυστερημένης) κρίσεως, άρχισαν οι ουρές. Με επιπλέον ανυπολόγιστη χασούρα.

Διάβασα κάπου ότι τις ουρές τις γεννάει η γραφειοκρατία, άρα ότι το φιάσκο με τις κάρτες στα μέσα μεταφοράς είναι η δομική έκφραση των κομμουνιστογενών, που φέρονται όπως φέρονταν οι νομενκλατούρες στην ΕΣΣΔ. Το θεωρώ άστοχο. Οχι επειδή ο Χρήστος Σπίρτζης είναι πασοκογενής, αλλά επειδή πολιτεύεται από ένα γραφείο, με βάση μια εμπειρία ενός περασμένου παρελθόντος, άσχετος με το σήμερα και το αύριο.

Ανάλογη ασχετοσύνη επιδεικνύει ο υπουργός και στα ταξί, επιλέγοντας να αποδιαρθρώσει μια αγορά που την έφτιαξαν ιδιώτες χάριν της δουλείας στον παλαιοκομματικό συνδικαλισμό του Θύμιου Λυμπερόπουλου και των πειρατών της ασφάλτου με επαγγελματική κάρτα. Κι η πράξη αυτή είναι αποτέλεσμα παροιμιώδους άγνοιας. Οι επενδυτές θέλουν σταθερούς θεσμούς, ανταγωνιστική φορολογία, καθαρό οικονομικό περιβάλλον. Θέλουν ευελιξία και μια νομοθεσία που δεν θα βγάζει μπροστά τους διεφθαρμένους υπαλλήλους και γραφειοκρατικά εμπόδια, ό,τι θα πολεμούσαν οι υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις των Μνημονίων. Θέλουν να ανοίγουν επιχειρήσεις και να τις κλείνουν αν δεν πάνε καλά, εύκολα, γρήγορα –και νόμιμα. Αν αυτό το περιβάλλον δεν το βρουν εδώ, θα το ψάξουν αλλού. Και θα φεύγουν τρέχοντας, σαν πρωταθλήτριες σαρανταποδαρούσες στα 100 μέτρα εμπόδια.

Που, φυσικά, θα παρακάμπτουν τα εμπόδια όπως μπορούν. Από κάτω ή από δίπλα.